«Το Μεγάλο Μας Τσίρκο»: Το ιστορικό πανόραμα μιας παράστασης - σύμβολο

Με κυρίαρχα συνθήματα το «ΨΩΜΙ-ΠΑΙΔΕΙΑ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» και «ΦΩΝΗ ΛΑΟΥ - ΟΡΓΗ ΘΕΟΥ», η πολιτογραφημένη ως κωμωδία παράσταση «Το Μεγάλο Μας Τσίρκο» είναι, επί της ουσίας, μια αλληγορική - σατιρική παράσταση, που διατρέχει όλη τη νεότερη ελληνική ιστορία, από την Τουρκοκρατία και τα χρόνια του Όθωνα έως τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη γερμανική Κατοχή.

Η παράσταση ήταν μια ιδέα του ζεύγους Καρέζη - Καζάκος και «γεννήθηκε» την άνοιξη του 1972, με το έργο αυτό καθαυτό να κάνει πρεμιέρα στο θέατρο «Αθήναιον», στις 22 Ιουνίου 1973.

Για την Τζένη Καρέζη το έργο έπρεπε να είναι ένα «λαϊκό πανηγύρι, να κλείνει μέσα του πολλή ρωμιοσύνη και μέσα από τη σάτιρα, τον αυτοσαρκασμό, το γέλιο και το δάκρυ, να μιλήσουμε για τους καημούς και τα όνειρα της φυλής μας, για προδομένους αγώνες, για προδομένες ελπίδες. Και πάνω απ’ όλα για ομορφιά. Για την ομορφιά αυτού του λαού, που δεν παύει ποτέ να αγωνίζεται, να προδίδεται, να πιστεύει και να συνεχίζει τον αγώνα του, διατηρώντας τις ρίζες του αναλλοίωτες αιώνες τώρα. αυτά όμως θα ’πρεπε να ειπωθούν ρωμέικα, ζεστά.»

Το σενάριο της παράστασης, καθώς επίσης και τους στίχους των τραγουδιών ανέλαβε να γράψει ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο οποίος ήταν ήδη καταξιωμένος τόσο στο τομέα της συγγραφής θεατρικών έργων όσο και σεναρίων για κινηματογραφικές ταινίες. Ο ίδιος ο Καμπανέλλης, μιλώντας για την παράσταση, αναφέρει: «Στην επιτροπή έγινε μια απάτη. Η απάτη ήταν να έχει πολλούς σπονδύλους το έργο. Αλλά εγώ γράφω άλλους 10 και τους δίνω, χωρίς τη σειρά που θα παίζονταν στην παράσταση».

theatro_megalo_mas_tsirko2

Τη σκηνοθεσία της παράστασης ανέλαβε ο Κώστας Καζάκος, τη μουσική της συνέθεσε ο Σταύρος Ξαρχάκος, με τους περισσότερους ηθοποιούς που έπαιζαν, αλλά και τον Νίκο Ξυλούρη να ερμηνεύουν τα τραγούδια. Σημαντικός συντελεστής της παράστασης ήταν και ο μετρ του θεάτρου σκιών, Ευγένιος Σπαθάρης, ο οποίος φιλοτέχνησε τη θεατρική απόδοση της σκηνής του Καραγκιόζη, όπως επίσης και τη διακόσμηση της εισόδου.

Εκτός από την Τζένη Καρέζη και τον Κώστα Καζάκο, επί σκηνής εμφανίζονταν σε πολύ χαρακτηριστικούς για την παράσταση ρόλους ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Νίκος Κούρος, ο Τίμος Περλέγκας και ο Χρήστος Καλαβρούζος.

Το θέατρο «Αθήναιον», που βρισκόταν σχεδόν απέναντι από το Πολυτεχνείο, κάθε βράδυ γέμιζε ασφυκτικά, με τους θεατές να μένουν ενθουσιασμένοι με την παράσταση, η οποία έκρυβε δεκάδες μηνύματα κατά της χούντας.

Ο θεατρικός επιχειρηματίας Γιώργος Λεμπέσης σημείωσε πως ο κόσμος δεν πήγαινε για να δει απλώς μια απλή παράσταση, αλλά για να συμβάλει στον ξεσηκωμό.

Ανάμεσά στο κοινό βρίσκονταν κρυμμένοι ακόμη και εκπρόσωποι του στρατιωτικού καθεστώτος, οι οποίοι σημείωναν και ενημέρωναν τους προϊσταμένους τους για τις αντιδράσεις των θεατών, γεμίζοντας ολόκληρες λίστες!

theatro_megalo_mas_tsirko3

Οι παραστάσεις έμελλαν να διακοπούν βίαια από τη χούντα, όταν τον Οκτώβριο του 1973 η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος συνελήφθησαν και κρατήθηκαν στο Ε.Α.Τ.-Ε.Σ.Α..

Ο Κώστας Καζάκος σε συνέντευξή του σημειώνει: «Την είχαν μέσα στο Ε.Α.Τ. - Ε.Σ.Α. Σε μπουντρούμι. Σ' ένα κελί, το κεντρικό, που είχε μέσα μηχανισμούς βασανιστηρίων. Κρεμόταν πράγματα, αλυσίδες. Είχε παγώσει το αίμα της. Την άλλη μέρα πήγα κι εγώ. Ακούγαμε τα όργια. [...]

Οι παραστάσεις του έργου συνεχίστηκαν μετά την αποφυλάκισή τους. Στη νέα πρεμιέρα, μετά το τέλος της παράστασης, ο κόσμος γέμισε τη σκηνή με κόκκινα γαρύφαλλα, τα οποία είχε κρύψει στις τσέπες και στις τσάντες τους, ενώ η Καρέζη, συγκινημένη από τη θερμή υποδοχή - αποδοχή του κόσμου, δήλωσε «Ναι, μπορώ να ξανακάνω φυλακή. Αν χρειαστεί, μπορώ να ξαναπάω».

Αμέσως μετά την πτώση της χούντας, μεταπολιτευτικά, το έργο ξανανέβηκε με την προσθήκη των λογοκριμένων σκηνών, αλλά και του τραγουδιού «Το Προσκύνημα» να ακούγεται στο φινάλε της παράστασης, σαν αφιέρωση για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου, με τους στίχους:

Ορέστη απ’ το Βόλο

Μαρία απ’ τη Σπάρτη

γυρεύω το γιο μου

Μαρία απ’ τη Σπάρτη

Ορέστη απ’ το Βόλο

την κόρη μου θέλω

να προκαλούν ακόμη και σήμερα ρίγη συγκίνησης στον σύγχρονο ακροατή.

Η παράσταση, δυστυχώς, δεν διασώζεται ακέραιη, με μερικά μόνο ολιγόλεπτα βίντεο να είναι αρκετά για να μεταφέρουν τον θεατή στην σύγχρονη του έργου πραγματικότητα. Τα λιγοστά αυτά βίντεο, μάλιστα, διασώθηκαν, εκτός από αυτά του αρχείου του Κώστα Καζάκου, από τον Μασάακι Ταμούρα, ένα Ιάπωνα κινηματογραφιστή και θαυμαστή του Νίκου Ξυλούρη, ο οποίος επεδίωκε να συναντήσει τον ερμηνευτή, κάτι που, τελικά, κατάφερε.