Θεατρικά μπουλούκια: Το θέατρο των φτωχών

Με τη λέξη να προέρχεται από την τούρκικη bölük που σημαίνει ομάδα ανθρώπων, τα μπουλούκια χαρακτηρίζουν τις ομάδες των ηθοποιών, που αποτελούσαν περιφερόμενο θίασο.

Τα μπουλούκια θεωρούνται απόγονοι των αρχαίων μίμων και των ταπεινών λαϊκών θεάτρων, τα οποία δεν κατάφεραν ποτέ να ενταχτούν στο επίσημο πρόγραμμα των Διονυσιακών Εορτών. Είναι η ελληνική comedia dell’ arte, ένα γνήσιο λαϊκό θέατρο χωρίς προσχήματα λογιότητας, που ζούσε από τις δραχμές της φτωχολογιάς και του χάριζε διασκέδαση.

Τα θεατρικά μπουλούκια ξεκίνησαν στην Ελλάδα από τα αρχαία χρόνια, από την εποχή που ο Θέσπις ταξίδευε με το κάρο του, το γνωστό «Άρμα Θέσπιδος», μετατρέποντάς το σε θεατρική σκηνή και μεταφέροντας τις παραστάσεις του από τόπο σε τόπο, στην κλασική Ελλάδα, όπως και ο Αθηναίος ηθοποιός Νικήρατος, κατά τον 5ο αιώνα π.Χ..

Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα λίγο μετά την ίδρυση του επίσημου ελληνικού κράτους, τα θεατρικά μπουλούκια, όπως καθιερώθηκαν να λέγονται οι περιφερόμενοι θίασοι, με τη δράση τους να φτάνει μέχρι και τη δεκαετία του 1950, αποτέλεσαν σταθμό για την ιστορία του θεάτρου στον ελλαδικό χώρο.

Τα μέλη του θιάσου και οι αντιξοότητες

Τον θίασο αποτελούσαν θεατρίνοι και μουσικοί, οι οποίοι όργωναν την ελληνική ύπαιθρο απ' άκρη σ' άκρη, σε περιόδους που η ψυχαγωγία θεωρούνταν πολυτέλεια, περπατώντας κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες ή ταξιδεύοντας με τρένα, λεωφορεία, μουλάρια ή ακόμη και σε καρότσες φορτηγών, κουβαλώντας τα μπαούλα τους, που περιείχαν τα λιγοστά σκηνικά και υπάρχοντά τους.

theatro_bouloukia_2

Παράλληλα, υπήρχε και κάποιο μέλος του θιάσου, το οποίο επιφορτιζόταν με τον προλογισμό και τις συνδέσεις των έργων, ο οποίος ήταν γνωστός ως κομφερασιέ ή κομπέρ και πάντοτε η εμφάνισή του είχε ξεχωριστό ενδιαφέρον για την παράσταση.

Το είδος και το ρεπερτόριο των παραστάσεων

Σκοπός των περιπλανήσεων του θιάσου ήταν η ψυχαγωγία και η διασκέδαση των ανθρώπων της ελληνικής επαρχίας, τους οποίους σχεδόν ποτέ δεν επισκέπτονταν οι μεγάλοι θίασοι, με απώτερο στόχο όχι μόνο τη διασκέδαση και τη διδασκαλία μέσω του θεάτρου, σε δύσκολες περιόδους για την ελληνική κοινωνία, αλλά και τη μεταφορά των νέων από περιοχή σε περιοχή.

Κάθε χώρος που μπορούσαν να στηθούν τα σκηνικά και να παρακολουθήσουν οι θεατές , αποτελούσε σκηνή για τους ηθοποιούς: κάθε καφενείο ή σχολείο, κάθε πλατεία και κάθε δρόμος.

Η ανταμοιβή τους τις περισσότερες φορές ήταν σε είδος, οποιοδήποτε αγαθό μπορούσε να διαθέσει ο καθένας από τους θεατές και σπανιότερα μερικές δεκάρες.

Το ρεπερτόριό τους περιελάμβανε όλα τα γνωστά είδη του θεάτρου, από κωμωδία, δράμα και επιθεώρηση, μέχρι οπερέτα, ειδύλλιο και αυτοσχέδια μονόπρακτη κωμωδία, την οποία συνήθιζαν να παρουσιάζουν σε λαϊκές συγκεντρώσεις, η γνωστή ως νούτικη κωμωδία (τουρκ. nut(u)k : διάγραμμα θεατρικής παράστασης για τους δόκιμους δερβίσηδες).

Όσο μεγαλύτερο ρεπερτόριο είχε ο θίασος, τόσο περισσότερο μπορούσε να μείνει σε ένα μέρος, αλλάζοντας έργο κάθε βράδυ, με τους ηθοποιούς να είναι υποχρεωμένοι να ανταποκρίνονται σε αυτές τις προκλήσεις.

Απαραίτητα χαρακτηριστικά που έπρεπε να έχουν τα μέλη ενός μπουλουκιού ήταν η μεγάλη εμπειρία, η σωματική και ψυχική δύναμη για να αντέχουν τις κακουχίες, καθώς ήταν μια δύσκολη περίοδος και το κοινό που παρακολουθούσε τις παραστάσεις δεν ήταν εξοικειωμένο, με τις αντιδράσεις του πολλές φορές να είναι άκομψες και απρεπείς.

Οι προκαταλήψεις

Παρά τις προσπάθειες των θιασαρχών να έχουν οικογενειακά σχήματα και τα υπόλοιπα μέλη να είναι ζευγάρια για να μην προκαλούν, η προκατάληψη για τους θεατρίνους ήταν έκδηλη και βαθιά ριζωμένη στην ελληνική κοινωνία.

theatro_bouloukia_3

Η εκκλησία, πάλι, δεν μπορούσε να δεχτεί το σινάφι των «αμαρτωλών» και «ακαθάρτων», που άνδρες και γυναίκες συμβιώνουν, κοιμούνται στα ξενοδοχεία, γδύνονται και ντύνονται για να βγούνε στη σκηνή, «καμώνονται πώς ερωτεύονται και πως πεθαίνουν», καθώς είναι «όλα αυτά υποκριτικά και ψεύτικα».

Από τα μπουλούκια σε μεγάλες σκηνές

Η τύχη και οι συνθήκες καθόρισαν και διαμόρφωσαν την πορεία πολλών από τους ηθοποιούς που συμμετείχαν στα μπουλούκια, με πολλά ταλέντα να χάνονται, γιατί δεν άντεξαν τις δυσκολίες και τις αντίξοες συνθήκες της δουλειάς και τα παράτησαν, εν αντιθέσει με άλλους, που ατσαλώθηκαν και έκαναν, μετέπειτα, σπουδαία καριέρα στο θέατρο και στον κινηματογράφο.

Γνωστοί ηθοποιοί των μπουλουκιών:
Σπεράντζα Βρανά, Καλή Καλό, Κώστας και Γιώργος Γακίδης, Στέφανος και Αλέκα Στρατηγού, οικογένειες Στέφανου και Κατίνας Καλουτά με τις γνωστές κόρες Άννα και Μαρία, οικογένεια Κοτοπούλη, οικογένεια Νέζερ, οικογένεια Πρεβελέγγιου, Αιμίλιος Βεάκης, Κώστας Μουσούρης, Βασίλης Αυλωνίτης, Κυριάκος Μαυρέας, Μίμης Φωτόπουλος, Κώστας Χατζηχρήστος κ.ά..

Ο γνωστός ηθοποιός Ζαννίνο, κατά κόσμον Γιάννης Παπαδόπουλος, αναφερόμενος στους περιπλανώμενους θιάσους, έχει δηλώσει: «Πέρασαν τα χρόνια και σιγά σιγά έγινα νουμερίστας. Είχα μαθητεύσει στο λαϊκό πανεπιστήμιο του θεάτρου, στα λαϊκά θέατρα στις συνοικίες και στο μπουλούκι. Από τους θεατρίνους αυτούς έμαθα πως βγαίνει το γέλιο. Το γέλιο για να βγει χρειάζεται γνώση και τέχνη. Είμαι θιασάρχης, πρωταγωνιστής, χορευτής, δραματικός, ταχυδακτυλουργός και βάλε. Ευλογημένο το σχολειό του μπουλουκιού».

Γνωστά έργα

Παρά την ποικιλία στο ρεπερτόριό τους, τα μπουλούκια έχουν ταυτιστεί με ορισμένα έργα τα οποία έχουν καταστεί κλασικά στο είδος τους, με τα πιο γνωστά να είναι: «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας», η «Γκόλφω», «Η ωραία του Πέραν», «Ο κουρσάρος», «Εσμέ η Τουρκοπούλα» «Μαρία Πενταγιώτισσα», «Η Κασσιανή», «Η Γενοβέφα» και «Αι δύο Ορφαναί».

Η αρχή του τέλους

Για περισσότερο από πενήντα χρόνια, παρά τις τεράστιες δυσκολίες και τα μηδαμινά μέσα που διέθεταν, τα θεατρικά μπουλούκια διαπαιδαγώγησαν τον κόσμο της περιφέρειας, επηρεάζοντας, παράλληλα, τόσο αισθητικά όσο και θεματικά τον λεγόμενο εμπορικό κινηματογράφο.

theatro_bouloukia_4

Η περίοδος που σηματοδότησε την αρχή του μαρασμού των περιπλανώμενων θιάσων ήταν αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1950, όταν άρχισαν να δημιουργούνται σε αρκετές πόλεις οι πρώτες θεατρικές αίθουσες και να εμφανίζονται τα περιφερειακά θέατρα, τα οποία είναι οι πρόδρομοι των σημερινών ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ..

Σταδιακά, ο ελληνικός κινηματογράφος άρχισε να καθιερώνεται, να ψυχαγωγεί και να διασκεδάζει τους ανθρώπους της ελληνικής επαρχίας, ενώ η εμφάνιση της τηλεόρασης σήμανε το οριστικό τέλος των μπουλουκιών, καθώς ο καθένας θα μπορούσε πλέον να έχει το είδος της διασκέδασης που επιθυμούσε ανά πάσα ώρα και στιγμή στο σπίτι του.

Η προσφορά

Αποτελώντας μεγάλο κομμάτι της πολιτισμικής διαδρομής της Ελλάδας, προσφέροντας τα μέγιστα στη διάδοση της θεατρικής παιδείας, αλλά και την αναβάθμιση του πολιτιστικού επιπέδου των ανθρώπων της επαρχίας, ο θεσμός του μπουλουκιού με τη μακρόχρονη ιστορία του έφερε στο προσκήνιο έναν νέο κόσμο που μέχρι τότε ήταν άγνωστος.

Η καταξιωμένη ηθοποιός Ελένη Ζαφειρίου, η οποία ανήκε σε οικογένεια μπουλουξήδων και έπαιξε πολλές φορές ως παιδί στα μπουλούκια, μέχρι που έγινε ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, στο βιβλίο της «Τι να σου πρωτοθυμηθώ, βρε μάνα» περιγράφει τις εμπειρίες της, την απόφασή της να γίνει ηθοποιός, αναδεικνύοντας την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στο θέατρο και τα μπουλούκια.

«Θα έχω να το λέω ότι οι ηθοποιοί των μπουλουκιών ήταν υπέροχοι άνθρωποι. Ήταν αγνοί, τρυφεροί, καλόκαρδοι, δεν τσιγκουνεύονταν να εκφράσουν τα ευγενικά αισθήματά τους ακόμα και με προσωπική θυσία, οικονομική και καλλιτεχνική. Αυτός είναι ο λόγος που όταν μπήκα στον κύκλο των μεγάλων καλλιτεχνών ξεχώρισα ελάχιστους με αυτά τα χαρίσματα, και τους λάτρεψα». - Ελένη Ζαφειρίου

Ενδεικτική για να αποκτήσει κανείς μια εικόνα της ζωή των μπουλουκιών είναι η ταινία «Ο Θίασος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, η οποία περιστρέφεται γύρω από τις περιπέτειες ενός περιοδεύοντος θιάσου στην Ελλάδα, από το 1939 μέχρι το 1952, που προσπαθεί να παρουσιάσει το βουκολικό δράμα «Γκόλφω η βοσκοπούλα».

Αναμφίβολα, τα μπουλούκια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του πολιτισμού και του θεάτρου, αφού με τη δράση τους έστησαν τα θεμέλια για το σημερινό θέατρο, αποτελώντας ένα είδος «σχολείου», τόσο για τους ανθρώπους της υπαίθρου όσο και των ίδιων των καλλιτεχνών, που συμμετείχαν σ’ αυτά.