Μπλακ Τζακ: Τύχη ή ταλέντο;

Αν και το 21, γνωστή και ως Μπλακ Τζακ αποτελεί ένα από τα διασημότερα τυχερά παιχνίδια στον κόσμο, λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν την ιστορία του παιχνιδιού αλλά και το πώς μια ομάδα του ΜΙΤ κατάφερε να ξεγελάσει τα μεγαλύτερα καζίνο του Λας Βέγκας.

Tα πρώτα παιχνίδια με τράπουλα έκαναν την εμφάνισή τους στην αρχαία Κίνα, τον 9ο αιώνα κατά τη διάρκεια της Δυναστείας των Tang. Μετά την εφεύρεση των χάρτινων εγγράφων, έγινε εφικτή και η δημιουργία τυπωμένων τραπουλών σε διαφορετικά μεγέθη.

Οι κινεζικές αυτές τράπουλες, ήταν χωρισμένες σε τέσσερα χρώματα που έφεραν σύμβολα και αποτελούν τον πρόδρομο των σημερινών τραπουλών.

Αργότερα, προστέθηκαν αριθμοί στα σύμβολα, για να υποδηλώσουν μία ιεραρχία, σχετικά με την αξία των καρτών και κατά τα τέλη του 14ου αιώνα, μέσω των εμπορικών δραστηριοτήτων, οι τράπουλες έρχονται στην Ευρώπη.

Υπάρχει, βέβαια, και η άποψη πως η νομαδική φυλή των Μαμελούκων Τούρκων, από την Αίγυπτο, έφερε τις τράπουλες στην Ευρώπη, οι οποίες αποτελούνταν από 52 φύλλα και πάνω τους είχαν σύμβολα όμοια με αυτά που χρησιμοποιούνται στις κάρτες Ταρό.

Οι τράπουλες στην Ευρώπη

Στην Ευρώπη οι τράπουλες έκαναν την πανηγυρική είσοδό τους στις βασιλικές αυλές, όπου και κυριάρχησαν, τυπωμένες με το χέρι, ενώ διέφεραν από χώρα σε χώρα στον αριθμό των φύλλων και στους τύπους των φυλών.

Οι τέσσερις φυλές που χρησιμοποιούνται από τότε ως σήμερα, σε όλο τον κόσμο, Κούπες, Καρό, Σπαθιά και Μπαστούνια, δημιουργήθηκαν στα τέλη του 15ου στη Γαλλία, την ίδια εποχή με την εμφάνιση των φιγούρων.

Ο 17ος αιώνας είναι η εποχή που δημιουργείται το παιχνίδι που θα εξελισσόταν σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε Μπλακ Τζακ. Είναι το «Vingt et Un», που στα γαλλικά σημαίνει «21», το οποίο θεωρείται ότι είχε σα βάση άλλα Γαλλικά παιχνίδια, όπως το «Chemin de Fer».

«Ρίξε μια ματιά τριγύρω στο τραπέζι. Αν δεν βλέπεις κανένα κορόιδο, εσύ είσαι το κορόιδο» - Amarillo Slim, Αμερικανός χαρτοπαίκτης

Η γέννηση του Μπλακ Τζακ

Τον 19ο αιώνα, Γάλλοι μετανάστες φέρνουν το παιχνίδι στη Λουιζιάνα και στην πρωτεύουσα του τζόγου, τη Νέα Ορλεάνη. Οι Αμερικάνοι ήρθαν σε επαφή με το «21» και ξετρελάθηκαν. Δεν έμειναν όμως εκεί. Εξέλιξαν το παιχνίδι και του έδωσαν το σημερινό του όνομα Μπλακ Τζακ, ονομασία που καθιερώθηκε, όταν η Πολιτεία της Νεβάδα νομιμοποίησε τον τζόγο και τα καζίνο, τα οποία θέλοντας να προσελκύσουν παίκτες στο παιχνίδι, πρόσφεραν μία ειδική προσφορά, αυτή της μεγαλύτερης πληρωμής, όταν ο παίκτης είχε Βαλέ Μπαστούνι και Άσσο Μπαστούνι, ως τα δύο αρχικά φύλλα και το παιχνίδι απέκτησε το προσωνύμιο Μπλακ Τζακ.

Θρύλοι της τράπουλας

Διαχρονικά οι εθισμένοι με τη χαρτοπαιξία υπήρξαν πολλοί.

Ο John Montagu (1718-1792), βρετανός πολιτικός και στρατιωτικός, ο γνωστός και ως τέταρτος κόμης του Σάντουιτς, αλλά και ο Wild Bill Hickok (1837-1886), ευρύτερα γνωστός ως Wild Bill. Ο Hickok υπήρξε άνθρωπος του νόμου και μεγάλος τζογαδόρος, διάσημη μορφή της αμερικανικής άγριας δύσης είχε σαν αγαπημένο παιχνίδι το πόκερ, στο οποίο υπήρξε πολύ καλός παίκτης. Δολοφονήθηκε την ώρα που κρατούσε στο χέρι του δύο ζευγάρια με οχτάρια και άσσους. Σήμερα, το συγκεκριμένο «χέρι», στην ορολογία του πόκερ, ονομάζεται το «χέρι του πεθαμένου» (dead man's hand).

Ο Νικόλαος Ανδρέας Δάνδολος (1883-1966), Έλληνας από τη Σμύρνη, ο τζογαδόρος, που έμεινε στην ιστορία ως Nick the Greek. Διάσημος για τα αστρονομικά ποσά που κέρδισε και έχασε κατά καιρούς, ο «Βασιλιάς των τζογαδόρων», έμεινε στην ιστορία ως ο πιο τίμιος χαρτοπαίκτης όλων των εποχών. Λέγεται πως κατά τη διάρκεια της ζωής του κέρδισε κι έχασε πάνω από 2 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό τουλάχιστο είναι το επίσημο ποσό που πέρασε από τα χέρια του σε μάρκες, κατά την αγορά κι εξαργύρωση τους, στα ταμεία σε λέσχες και καζίνο.

Συνήθιζε να παίζει ώρες ατέλειωτες, ενώ αναφέρεται πως έπαιζε πολλά εικοσιτετράωρα χωρίς καθόλου ύπνο. Χαρακτηριστική ήταν η «θρυλική» αναμέτρησή του το 1949 με τον Johnny Moss σε ένα παιχνίδι που διάρκεσε 5 μήνες με διαλείμματα μόνο για ύπνο. Ο Moss τελικά κέρδισε 2 εκατομμύρια δολάρια. Όταν ο Δάνδολος έχασε και την τελευταία του δεκάρα, είπε τη διάσημη φράση: «Κύριε Moss, θα πρέπει να σε αφήσω να φύγεις».

O Johnny Moss (1907-1995), ο αντίπαλος του Nick the Greek, απoτέλεσε έναν από τους διασημότερους τζογαδόρους όλων των εποχών, κι αυτό γιατί όσοι είχαν την τύχη ή την ατυχία να παίξουν μαζί του, αποχωρούσαν έχοντας χάσει μυθικά ποσά. Έμαθε να παίζει σε πολύ νεαρή ηλικία από μια ομάδα απατεώνων και εξέλιξε τη στρατηγική του, όταν δούλευε σε ένα καζίνο. Ξεκίνησε δειλά να παίζει και σε σύντομο χρονικό διάστημα είχε καταφέρει να χτίσει μια μικρή περιουσία, που αποφάσισε να πολλαπλασιάσει κάνοντας αυτό που γνώριζε καλύτερα από οτιδήποτε άλλο, να τζογάρει.

«Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα στη χαρτοπαιξία το έχεις όταν δεν παίζεις καθόλου» - Geralmo Cardano, Ιταλός μαθηματικός

Ξεγελώντας τη «Μάνα»

Ήταν η ιδέα του τζογαδόρου μαθηματικού Edward O. Thorp που, το 1958, μελέτησε και υπολόγισε στον νεοαποκτηθέντα υπολογιστή του πανεπιστημίου τις πιο συμφέρουσες κινήσεις, ανάλογα με τον συνδυασμό καρτών που έχει κανείς μπροστά του. Το 1966 ο Θορπ δημοσίευσε το βιβλίο του Beat the Dealer που κατάφερε ρεκόρ πωλήσεων.

Το 1979, μια ομάδα από ιδιοφυίες του MIT αποφάσισαν να εφαρμόσουν το σύστημα που ανέπτυξε ο Thorp. Βασικά μέλη της ομάδας ήταν ο J.P. Massar και ο Bill Kaplan, που διηύθυναν τους παίχτες, οι οποίοι στις πιο πετυχημένες περιόδους έφθασαν τους 70. Ξεκίνησαν ερασιτεχνικά και χωρίς κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο και σύντομα κέρδισαν εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια.

Η ομάδα διαλύθηκε το 1990, αλλά δύο χρόνια αργότερα, το 1992, ο J.P. Massar οργάνωσε μια ομάδα φοιτητών από το ΜΙΤ, εφαρμόζοντας απλά μαθηματικά και κόντεψε να νικήσει τα μεγαλύτερα καζίνο.

Μαζί με τον Bill Kaplan και άλλους επενδυτές, ίδρυσε τoν συνεταιρισμό «Strategic Investments LP» και άρχισε να προσλαμβάνει νέους φοιτητές από το MIT και το Χάρβαρντ. Η πρόσληψη γινόταν με βάση αυστηρές προδιαγραφές σχετικά με τον τρόπο που θα παίζεται το παιχνίδι και ακολουθούσε απαιτητική προπόνηση μηνών.

Οι φοιτητές δούλευαν σε ομάδες των τριών και μπορεί σε ένα βράδυ να έπαιζαν, ταυτόχρονα, μέχρι και 10 διαφορετικές ομάδες. Κανείς δεν τους είχε πάρει είδηση, γιατί τους προφύλασσαν οι ειδικοί ρόλοι που είχαν αναλάβει. Κατά μέσο όρο, έβγαζαν 100.000 δολάρια κάθε Σαββατοκύριακο και μέσα σε λίγους μήνες, τα καθαρά έσοδα του συνεταιρισμού ξεπερνούσαν το μισό εκατομμύριο.

Τα κέρδη έρρεαν για ένα χρόνο σχεδόν, όταν η ασφάλεια των διαφόρων καζίνο άρχισε να τους παρατηρεί προσεκτικά. Μετά από ένα χρόνο και σχεδόν ένα εκατομμύριο σε καθαρά κέρδη, η ασφάλεια των καζίνο εντόπισε τις διευθύνσεις και τις φωτογραφίες τους και τους απαγόρευσε την είσοδο στα καζίνο. Ο συνεταιρισμός διαλύθηκε τον Δεκέμβριο του 1993, αλλά οι ιστορίες των φοιτητών του MIT που «κέρδισαν» τα καζίνο του Λας Βέγκας έχουν εμπνεύσει πλήθος βιβλίων και ταινιών.