
Η ιστορία των αδελφών Μπροντέ: Από τις κακουχίες στο συγγραφικό «Πάνθεον»
- Παναγιώτα Απέργη - 27 Ιουλίου 2022
Η οικογένεια Μπροντέ έφτασε στο Χάουορθ, ένα μικρό χωριό της Αγγλίας, με γκρίζα πέτρινα σπίτια το 1820, όταν ο Ιρλανδός μετανάστης Πάτρικ Μπροντέ, που ήθελε να κηρύξει το λόγο του Θεού, διορίστηκε εφημέριος της τοπικής εκκλησίας. Μαζί του ήρθε και η οικογένειά του: η γυναίκα του και τα έξι παιδιά τους. Δεκαοχτώ μήνες μετά την άφιξή τους, η γυναίκα του πέθανε από καρκίνο και την ανατροφή των παιδιών ανέλαβε προσωρινά ο ίδιος με τη βοήθεια της αδελφής της συζύγου του. Λόγω των δυσκολιών στην ανατροφή των παιδιών, τα κορίτσια στάλθηκαν σε ένα πολύ αυστηρό εκκλησιαστικό σχολείο για κόρες ιερωμένων, αλλά οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες, με αποτέλεσμα των θάνατο των δυο μεγαλύτερων κοριτσιών, της Ελίζαμπεθ και της Μαρία. Το τραγικό αυτό γεγονός, σε συνδυασμό με τις κακουχίες, την κακοποίηση που υφίσταντο και τις στερήσεις, αποτυπώθηκαν ανάγλυφα χρόνια αργότερα στο έργο της Σαρλότ «Τζέιν Έιρ».
Μετά από αυτήν την τραγωδία, τα μικρότερα κορίτσια επέστρεψαν πίσω και ο πατέρας τους αποφάσισε για τη μόρφωση των παιδιών του κατ’ οίκον. Ουσιαστικά μορφώθηκαν μόνα τους, διαβάζοντας όσα βιβλία έβρισκαν στο σπίτι και στο χωριό, αναπτύσσοντας από μικρή ηλικία την αγάπη για τα βιβλία. Παράλληλα, μαζί με τον αδερφό τους ξεκίνησαν να γράφουν ποιήματα και ιστορίες για να ξεφύγουν από τη δυστυχία τους, καθώς στο σπίτι όπου περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους η βιβλιοθήκη του πατέρα τους πρόσφερε μια ποικιλία αναγνωσμάτων: τη Βίβλο, τον Όμηρο, τον Βιργίλιο, αγγλική λογοτεχνία Σαίξπηρ, Μίλτον, Μπάυρον, Σκοτ, Σέλει, τους Μύθους του Αισώπου κ.ά..

Παρόλη την χριστιανική κατήχηση, ο εφημέριος Μπροντέ ενθάρρυνε τα παιδιά του στην κριτική σκέψη και στην ελευθερία να τριγυρνούν αμέριμνα, απολαμβάνοντας τη φύση. Μάλιστα, η φαντασία των παιδιών κάλπαζε τόσο γρήγορα, σε συνδυασμό με τις περιηγήσεις τους στη φύση, που, έχοντας χωριστεί σε δυο ομάδες, έγραφαν για τα φανταστικά βασίλεια της Ανγκρία και του Γκόνταλ, φτιάχνοντας όλο και πιο περίπλοκες ρομαντικές και περιπετειώδεις ιστορίες, μία σειρά από φανταστικούς κόσμους. Την πιο σημαντική, ωστόσο, επιρροή αυτά τα χρόνια, τη δέχτηκαν από περιοδικά όπως το «Blackwood’s Magazine», το «Fraser’s Magazine» και το «Edinburgh Review», όπου η σάτιρα, οι πολιτικοί σχολιασμοί και εκτενείς βιβλιογραφικές αναφορές τους έδωσαν έναν πλούτο γνώσεων, που στάθηκε καταλυτικό για τη μετέπειτα συγγραφική τους πορεία.
Στο πλαίσιο της εκπαίδευσής τους, η Έμιλι και η Σάρλοτ ταξίδεψαν στις Βρυξέλλες, με στόχο να βελτιώσουν τα γαλλικά και τα γερμανικά τους και, επιστρέφοντας στο Χάουορθ, να ανοίξουν το δικό τους σχολείο. Το σχέδιό τους, βέβαια, δεν ευοδώθηκε, καθώς η περιορισμένη προσβασιμότητα στην περιοχή δεν ευνοούσε την προσέλευση μαθητών. Έτσι, η Έμιλι, η Σαρλότ και η Αν έζησαν όλες μαζί, συμπαραστεκόμενες και εμπνέοντας η μια την άλλη. Σύντομα, με τα ανδρικά ψευδώνυμα Έλλις, Κάρεκ και Άκτον Μπελ, με τα οποία έκρυβαν το φύλο τους για να μη κινδυνεύσει το έργο του να θεωρηθεί κατώτερο, εξέδωσαν τα πρώτα τους μυθιστορήματα, αποκτώντας κοινά, καταφέρνοντας, μετά από λίγα χρόνια, να γίνουν ιδιαίτερα δημοφιλείς.
Δυστυχώς, η Αν και η Έμιλι δεν πρόλαβαν να χαρούν την επιτυχία τους, καθώς πέθαναν λίγο μετά τη δημοσίευση των έργων τους, σε ηλικία 29 και 30 χρονών αντίστοιχα, χτυπημένες από φυματίωση. Άλλωστε, η απόμερη εκείνη γωνιά του Γιορκσάιρ αποτελούσε μια από τις περιοχές με το χαμηλότερο μέσο όρο ζωής στην Αγγλία, μόλις τα 24 χρόνια ζωής, εξαιτίας των εξαιρετικά ανθυγιεινών συνθηκών που επικρατούσαν, με το νερό του χωριού να είναι μολυσμένο από τις απορροές του νεκροταφείου, σπέρνοντας θάνατο και αρρώστιες. Παρόλα αυτά, ο εφημέριος Μπροντέ, ο οποίος ακολουθούσε τις εξελίξεις της ιατρικής, προσπαθούσε να κάνει ό,τι περισσότερο μπορούσε για να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής στο χωριό αλλά χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα
Η Αν Μπροντέ, η νεότερη από τις αδελφές Μπροντέ, θεωρείται η πρώτη συγγραφέας που δημιούργησε το φεμινιστικό μυθιστόρημα, καθώς με τα «Αγνή Γκρέυ» και «Η μισθώτρια του Γουάιλντφελ Χωλ» διατύπωσε τις φεμινιστικές της θέσεις, σοκάροντας πολλούς, δεδομένου ότι ήταν αντίθετες όχι μόνο στις βικτωριανές αντιλήψεις αλλά και με τους βρετανικούς νόμους. Μάλιστα, ο Αν δεν δίστασε να κατακεραυνώσει τους άνδρες που καταστρέφουν την οικογενειακή γαλήνη του σπιτιού τους, εξαιτίας του αλκοολισμού, κάτι που γνώριζε και η ίδια, λόγω του εθισμού του αδελφού της, Μπράνγουελ, ο οποίος, αφού δημιούργησε πολλά προβλήματα στις αδελφές του, απεβίωσε τον Σεπτέμβρη του 1848.

Η Έμιλι Μπροντέ ξεχώρισε με το μυθιστόρημά της «Ανεμοδαρμένα ύψη», με το οποίο κέρδισε δίκαια τη λογοτεχνία αθανασία. Η συναρπαστική, θυελλώδης και καταραμένη ιστορία αγάπης της Κάθυ και του Χίθκλιφ, κατέστησαν την Έμιλυ μια από τις σημαντικότερες συγγραφείς της κλασσικής και γοτθικής λογοτεχνίας, εμπνέοντας μεταγενέστερους λογοτέχνες και στιχουργούς. Μια από αυτές τις επιδράσεις αποτυπώθηκε και στο τραγούδι της Μπόνι Τάιλερ «Total Eclipse of the Heart».
Εξίσου τραγική ήταν και η ζωή της Σαρλότ, η οποία απεβίωσε σε ηλικία 38 ετών, πεθαίνοντας από επιπλοκές στην εγκυμοσύνη της. Γνωστά βιβλία της το θρυλικό «Τζέην Έυρ», που διακρίθηκε για το ρεαλισμό και τη λογοτεχνική δύναμή του και είναι ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα της κλασικής λογοτεχνίας που επανεκδίδεται συνεχώς, η «Βιλέτ» και «Ο καθηγητής».
Ζώντας και γράφοντας σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία που οι γυναίκες έπρεπε να παλέψουν σκληρά για να ζήσουν αυτόνομα και ελεύθερα, οι αδελφές Μπροντέ κατόρθωσαν να αφήσουν πίσω τους διαχρονικά βιβλία που θα αντέξουν για πάντα, με την ήρεμη δύναμη και το σθένος της Τζέιν Ειρ, την άγρια μα έντιμη Κάθριν από τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» και την ανυπότακτη φεμινίστρια Χέλεν από την «Ένοικο του Γουάιλντφελ Χωλ» να ανήκουν στη παγκόσμια λογοτεχνία όχι μόνο σαν γυναικεία, αλλά και σαν πανανθρώπινα πρότυπα.