Γιάννης Τσαρούχης: Ο ανατρεπτικός καλλιτέχνης που καθιέρωσε τη λαϊκή παράδοση πέρα από τα ελληνικά σύνορα

Έχοντας μείνει στην ιστορία ως ο σύγχρονος Έλληνας καλλιτέχνης που έκανε γνωστή τη λαϊκή παράδοση και τη βυζαντινή τέχνη πέρα από τα ελληνικά σύνορα, ο Γιάννης Τσαρούχης θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ζωγράφους, σκηνογράφους και ανθρώπους της Τέχνης γενικότερα.

Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε στον Πειραιά, στις 13 Ιανουαρίου 1910, και παρά το γεγονός ότι η οικογένεια του μετακόμισε το 1927 στην Αθήνα, ο Πειραιάς δεν έφυγε ποτέ από μέσα του, καθώς του εντυπώθηκε τόσο για το μεγαλοαστικό περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε όσο και για τις φτωχές λαϊκές συνοικίες, τις οποίες συχνά επισκεπτόταν.

Η κλίση του στις Καλές Τέχνες φάνηκε από νωρίς, αν και οι γονείς του ήθελαν να γίνει δικηγόρος ή μηχανικός και ο ίδιος ακροβάτης, γιατί του «άρεσε πολύ το ιπποδρόμιο». Τα πρώτα του έργα, που ήταν ακουαρέλες, τα παρουσίασε το 1929 σε ομαδική έκθεση με τίτλο «Τα σπίτια της παλιάς Αθήνας» που φιλοξενήθηκε στο «Άσυλο Τέχνης», ενώ τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν οι σπουδές στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

 barx_2

Παράλληλα με τις σπουδές του, ο Τσαρούχης μαθήτευσε κοντά στον Φώτη Κόντογλου, ο οποίος τον μύησε στην τέχνη της βυζαντινής αγιογραφίας και ταυτόχρονα μελέτησε τη λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία, πρωτοστατώντας στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της Τέχνης, μαζί με τους Δημήτρη Πικιώνη και Φώτη Κόντογλου.

Το 1935 και για δυο χρόνια, ταξίδεψε σε διάφορα μέρη, μεταξύ των οποίων στην Κωνσταντινούπολη, το Παρίσι και την Ιταλία, επισκεπτόμενος μουσεία, κάτι που του επέτρεψε να έρθει σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης, του Ιμπρεσιονισμού και με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του, καθώς και με το έργο του Θεόφιλου και αυτό των Ανρί Ματίς και Αλμπέρτο Τζακομέττι.

Δυο χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1938, πραγματοποίησε την πρώτη του προσωπική έκθεση με έργα που παρουσίαζαν την ιδιαίτερη προσωπικότητά του, καταφέρνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο να κερδίσει τα εγκωμιαστικά σχόλια των τεχνοκριτικών της εποχής, ενώ το 1940 επιστρατεύτηκε στο αλβανικό μέτωπο, όπου ανέλαβε τη δημιουργία καμουφλάζ στρατιωτικών εγκαταστάσεων και στολών.

 barx_2

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, εργάστηκε ως συντηρητής και διακοσμητής, ενώ ίδρυσε ιδιωτική σχολή ζωγραφικής και προχώρησε σε μια σειρά ατομικών εκθέσεων με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια.

Σύντομα κατάφερε να πουλήσει κάποια από τα έργα του στο εξωτερικό και το συμβόλαιο που έκλεισε με την Γκαλερί του Αλέξανδρου Ιόλα στη Νέα Υόρκη, του εξασφάλισε σταθερό εισόδημα, επιτρέποντάς του να ζωγραφίσει μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, όπως τα καφενεία «Νέον», «Παρθενών» και «Μαυροκέφαλου», καθώς και την «Ξεχασμένη φρουρά».

Το ταλέντο και η τέχνη του τον οδήγησαν το 1965 στην γκαλερί Claude Bernard, όπου συμμετείχε, κατόπιν πρόσκλησης, σε μια ομαδική έκθεση μαζί με τους Φράνσις Μπέικον, Ζωρζ Μπρακ, Μαρκ Σαγκάλ, Αλμπέρτο Τζακομέτι, Αμεντέο Μοντιλιάνι και Πάμπλο Πικάσο. Την ίδια χρονιά, φιλοτεχνεί τη μοναδική προσωπογραφία της Τζένης Καρέζη, που σήμερα κοσμεί τους διαδρόμους της Βουλής των Ελλήνων.

 barx_2

Το 1982, το σπίτι του στο Μαρούσι μετατράπηκε σε Μουσείο Γιάννη Τσαρούχη στο Μαρούσι, όπου παραχώρησε την προσωπική συλλογή των έργων του.

Εκτός από τη ζωγραφική ασχολήθηκε και με τη θεατρική σκηνοθεσία και ενδυματολογία, κλείνοντας συνεργασίες με τα θέατρα «Εθνικό»,«Τέχνης», «Κοτοπούλη», «Δημοτικό Πειραιά», την Ντάλας Σίβικ Όπερα του Τέξας, τη Σκάλα του Μιλάνου, το Κόβεντ Γκάρντεν, το Εθνικό Λαϊκό Θέατρο της Γαλλίας και το Τεάτρο Ολύμπικο της Βιτσέντζα.

Ακόμη, ο Τσαρούχης φιλοτέχνησε τα εξώφυλλα ιστορικών δίσκων των Μάνου Χατζιδάκι, Μίκη Θεοδωράκη και Σταύρου Ξαρχάκου και εικονογράφησε βιβλία για την Τέχνη, ενώ ασχολήθηκε και με τη μετάφραση και τη συγγραφή.

Οι πίνακές του απηχούν το μεγαλείο της ελληνικής λαϊκής παράδοσης και λαογραφίας, συνδυάζοντας πάντα στοιχεία από την περιοχή που μεγάλωσε, τον Πειραιά και τις πόλεις της οποίες επισκεπτόταν.

 barx_2

Οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούσε ήταν ποικίλες, άλλοτε τέμπερες και παστέλ και άλλοτε λάδια, με τα αγαπημένα του χρώματα να είναι: το άσπρο, το μαύρο, οι ώχρες, το χοντροκόκκινο.

Ο καλλιτέχνης, γνωστός για την καλλιέργεια και την ευστροφία, το χιούμορ και τις παραδοξολογίες του, ο οποίος διαμόρφωσε τη δική του ταυτότητα και τη μικροαστική αισθητική της δεκαετίας του 1950, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 79 ετών, στις 20 Ιουλίου του 1989.