Η συμβολή των κλεφτών και των αρματολών στην Επανάσταση του 1821

Η επί τέσσερις σχεδόν αιώνες οθωμανική καταπίεση δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη ενός κύματος ανταρσίας, με τους υπόδουλους Έλληνες να οδηγούνται στους ορεινούς όγκους και τις δύσβατες περιοχές της γης τους, όπου δημιουργούσαν ένα είδος αυτόνομων κοινοτήτων και ζούσαν μια ιδιότυπη ελεύθερη ζωή.

Μπροστά στην απειλή της σφαγής και της αιχμαλωσίας, πολλοί διάλεγαν τον δρόμο της φυγής, ζώντας σε ομάδες μια σκληρή, γεμάτη κινδύνους, ζωή. Πολύ γρήγορα απέκτησαν ισχύ, το δικό τους εθνικό και πολεμικό δίκαιο, και έγιναν υποστηρικτές του σκλαβωμένου λαού, εξαπολύοντας σκληρές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων.

Αυτοί ήταν οι περιβόητοι κλέφτες, οι οποίοι ζούσαν στην ύπαιθρο έχοντας τα λημέρια τους σε δύσβατα μέρη, οργανωμένοι σε μικρές ομάδες, με την κάθε ομάδα να έχει δικό της καπετάνιο και μπαϊράκι. Αυτοί, κινούμενοι από μια ανώτερη αντίληψη για τη ζωή και την ελευθερία και, από εχθρότητα για τους Τούρκους, γρήγορα έγιναν σύμβολο αντίστασης των υπόδουλων Ελλήνων ενάντια στους κατακτητές.

 kleftes_2

Φημισμένοι κλέφτες ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γεώρ­γιος Καραϊσκάκης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Κατσαντώνης, ο Ζαχαριάς κ.ά..

«Οι κλέφτες είμαστε ελεύθεροι, αλλά τι ζωή, τι άνθρωποι! Βασανισμένοι, ασήκωτοι, άγριοι εις τες σπηλιές, τα βουνά, εις τα χιόνια σαν τα θηρία, με τα οποία συζούσαμε». συνήθιζε να λέει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ενώ ο Ιωάννης Μακρυγιάννης έλεγε πως η κλεφτουριά ήταν η «μαγιά της λευτεριάς».

Οι Οθωμανοί Τούρκοι, λοιπόν, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις των κλεφτών και να αποκαταστήσουν την ασφάλεια στην ύπαιθρο, χρησιμοποιούσαν τους αρματολούς, ένοπλους δηλαδή Έλληνες και πρώην κλέφτες. Οι αρματολοί ήταν ντόπιοι οπλαρχηγοί, οι οποίοι ορίστηκαν από το οθωμανικό κράτος για να φυλάνε τα δερβένια (=στενά) έναντι προνομίων, μεταξύ των οποίων ήταν η απαλλαγή από τη φορολογία, η οπλοκατοχή και η χρηματική αποζημίωση για τις υπηρεσίες τους.

 kleftes_3

Σύμφωνα με ιστορικούς, βέβαια, αν και στα καθήκοντά τους συμπεριλαμβανόταν η καταστολή των ληστρικών επιδρομών των κλεφτών, οι αρματολοί σπάνια έκαναν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον τους, αλλά αντίθετα τους ενίσχυαν και συνεργάζονταν μαζί τους. Μάλιστα, κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, πολλοί αρματολοί εγκατέλειπαν τις θέσεις τους και προσχωρούσαν στις τάξεις των κλεφτών.

Φημισμένοι αρματολοί ήταν ο Κατσαντώνης στην Ρούμελη, ο Γεώργιος Μπότσαρης και ο Λάμπρος Τζαβέλλας στο Σούλι, ο Νικοτσάρας στον Όλυμπο κ.ά..

Μέχρι το 1821, οι κλέφτες και αρματολοί δρούσαν συντονισμένα, ως μια ενεργή στρατιωτική δύναμη, η οποία μπορούσε να ανταποκριθεί πολεμικά απέναντι στον κατακτητή, χάρη στην επιτυχημένη εφαρμογή του κλεφτοπολέμου.

 kleftes_4

Η δράση των κλεφτών και των αρματολών αποτέλεσε πηγή έμπνευσης, με τον ανώνυμο τραγουδιστή να συνθέτει τα κλέφτικα τραγούδια, εγκωμιάζοντας τη ζωή, τα κατορθώματα, τις μάχες, αλλά και τον ένδοξο θάνατό τους.

Οι περιοχές στις οποίες γεννήθηκαν τα κλέφτικα τραγούδια, στα οποία δεσπόζει ο ανθρωποµορφισµός των φυσικών στοιχείων, δεν ήταν άλλες από αυτές στις οποίες ανέπτυξαν δράση οι κλέφτες και οι αρματολοί, όπως η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα, η Θεσσαλία και η νότια Μακεδονία.

Μερικά από αυτά είναι:

Του λαβωμένου κλέφτη

«Φάτε και πιέτε, βρε παιδιά, χαρήτε να χαρούμε,
κ’ εγώ δεν έχω τίποτε παρά είμαι λαβωμένος.
Πικρή που είναι η λαβωματιά, φαρμακερό είν' το βόλι!
Για πάρτε με και σύρτε με ψηλά ’ς τον άη Θανάση,
που’ ναι τα δέντρα τα δασιά με τους παχείς τους ήσκιους.
Κόφτε κλαριά και στρώστε μου, κλαριά να με σκεπάστε,
και ’ς τη δεξιά μου τη μεριά ν’ αφήστε παρεθύρι,
να μπαιζοβγαίνη το πουλί, να φέρνη τα χαμπέρια».

 kleftes_6

Του Κίτσου η μάνα

«Του Κίτσου η μάννα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι,
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
«Ποτάμι, ολιγόστεψε, ποτάμι στρέψ’οπίσω,
για να περάσω αντίπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια,
5 όπ’ έχουν κλέφτες σύνοδο, όπ’έχουν τα λημέρια».
Τον Κίτσο τον επιάσανε, πάνε να τον κρεμάσουν.
Χίλιοι τον πάγουν εμπροστά και δυο χιλιάδες πίσω
κι ολοξοπίσω πήγαινε η μαύρη του μαννούλα,
μοιριολογούσε κι έλεγε, μοιριολογά και λέγει:
«Κίτσο , που είναι τ΄άρματα, τα έρημα τσαπράζια;
10 – Μάννα λωλή, μάννα τρελλή, μάννα ξεμυαλισμένη,
δεν κλαις τα μαύρα νιάτα μου και την παλληκαριά μου
μον κλαις τα ‘ ρημα τ‘ άρματα, τα έρημα τσαπράζια;»

Του Μπουκουβάλα

«Τι να ’ναι ο αχός που γίνεται κι η ταραχή η μεγάλη,
στη μέση στο Κεράσοβο και στη μεγάλη χώρα;
Μήνα βουβάλια σφάζονται, μήνα θεριά μαλώνουν;
Ουδέ βουβάλια σφάζονται ουδέ θεριά μαλώνουν.
Ο Μπουκουβάλας πολεμάει με τους Μουσουχουσαίους.
Πέφτουν τα βόλια σα βροχή, και τα βουνά βογγάνε.
Κ’ ένα πουλάκι φώναξε από ψηλό κλαράκι.
“Πάψε, Γιάννη μ’ τον πόλεμο, πάψε και το τουφέκι,
να κατακάτσει ο κουρνιαχτός, να σηκωθεί η αντάρα,
να μετρηθεί κι η κλεφτουριά, να μετρηθεί τ’ ασκέρι.”
Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν πεντακόσιοι
μετριούνται τα κλεφτόπουλα και λείπουν τρεις λεβέντες.
Ο ένας πήγε για νερό κι άλλος ψωμί να φέρει,
ο τρίτος ο καλύτερος στέκεται στο τουφέκι».

 kleftes_4

Του Ολύμπου και του Κισάβου

«Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
το ποιο να ρίξει τη βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι.
Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τοτ’ ο Όλυμπος και λέει του Κισσάβου:
Μη με μαλώνεις, Κίσσαβε, μπρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κι οι Λαρσινοί αγάδες.
Εγώ είμ’ ο γέρο Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφές κι εξήντα δυο βρυσούλες,
κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι όταν το παίρν’ η άνοιξη κι ανοίγουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και τον χρυσόν αϊτό, τον χρυσοπλουμισμένο,
πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
Ήλιε μ’, δε κρους τ’αποταχύ, μον’ κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρα μου;».