Επιχείρηση Βαλκυρία: η στρατιωτική γερμανική αντίσταση στο ναζιστικό καθεστώς

Πράξη ανυπακοής και έμπρακτης απόδειξης πως υπήρξαν και στρατιωτικοί οι οποίοι δεν συμφωνούσαν με τις ναζιστικές ωμότητες, η επιχείρηση Βαλκυρία παραμένει, μέχρι σήμερα, μια από τις γνωστότερες απόπειρες δολοφονίας του Αδόλφου Χίτλερ, η οποία, αν και απέτυχε, είχε το δικό της σημαντικό βάρος.

Εκτός από την Επιχείρηση Βαλκυρία, είχαν προηγηθεί περισσότερες από σαράντα απόπειρες δολοφονίας του Αδόλφου Χίτλερ, οι οποίες, ωστόσο, υπήρξαν ανεπιτυχείς.

Η «πρώτη» Βαλκυρία

Πολύ πριν ταυτιστεί με την προσπάθεια ανατροπής του Χίτλερ και του ναζιστικού «ονείρου» από γερμανούς στρατιωτικούς, ο όρος «Επιχείρηση Βαλκυρία» (γερμ. Operation Walküre) είχε χρησιμοποιηθεί από τον ίδιο τον Φύρερ και το στρατιωτικό του επιτελείο.

Στόχος της επιχείρησης ήταν να οργανωθεί ένα σχέδιο, που στόχευε στη συνέχιση της άσκησης της εξουσίας από τους Ναζί σε περίπτωση γενικής διάλυσης της πολιτικής τάξης, ως επακόλουθο των εξεγέρσεων των πολιτών και των αιχμαλώτων στα κατεχόμενα εδάφη της Γερμανίας ή ακόμη και σε περίπτωση εισβολής των Συμμάχων.

«Θα καταγραφούμε στη γερμανική ιστορία ως προδότες. Αν διστάσουμε όμως, θα προδώσουμε την ίδια τη συνείδησή μας». - Κλάους φον Στάουφενμπεργκ

Η «νέα» Βαλκυρία

Ο άκρατος γερμανικός επεκτατισμός είχε αρχίσει να ευνοεί την ανάπτυξη θηλάκων αντίστασης μέσα στους κόλπους του στρατού, ιδιαίτερα μετά τη Διάσκεψη του Μονάχου, με τους περισσότερους να εξουδετερώνονται μετά την επιτυχία του Μπλίτζκριγκ (ελλ. Αστραπιαίος Πόλεμος).

Η επιχείρηση Βαλκυρία άρχισε να καταστρώνεται το 1942, με πρωτοστάτη τον Υποστράτηγο Χένινγκ φον Τρέσκοβ, επιτελάρχη της Ομάδας Στρατιών «Κέντρο» στο Ανατολικό Μέτωπο, ο οποίος θεώρησε πως το χιτλερικό καθεστώς έπρεπε να ανατραπεί, πιστεύοντας πως θα προλάβαινε την ολοκληρωτική καταστροφή της Γερμανίας και θα περιέσωνε, εν μέρει, ηθικά, το κύρος της απέναντι στα υπόλοιπα κράτη.

Το σχέδιο περιλάμβανε την κατάληψη των υπουργικών κτιρίων του Βερολίνου, των διαφόρων ραδιοφωνικών και τηλεγραφικών σταθμών, του αρχηγείου του Χίμλερ στην Ανατολική Πρωσία, όπως, επίσης, και των στρατοπέδων συγκέντρωσης, προκειμένου να τερματιστεί η εξόντωση των Εβραίων, με όλες τις ενέργεις, φυσικά, να προϋποθέτουν την τυφλή υπακοή των διοικητών των εκάστοτε μονάδων.

Παράλληλα, είχε καταστρωθεί και το πλάνο ενεργειών της επόμενης ημέρας του θανάτου του Χίτλερ, το οποίο επικεντρωνόταν στον σχηματισμό κυβέρνησης εκ των συμμετεχουσών προσωπικοτήτων, με Καγκελάριο της νέας κυβέρνησης τον στρατηγό Καρλ Γκέρντελερ, ο οποίος θα μεριμνούσε για την αποκατάσταση των θεμελιωδών δημοκρατικών ελευθεριών, χωρίς αυτό να συνεπάγεται επαναφορά του κοινοβουλευτισμού.

Τρεις και μια απόπειρες δολοφονίας

Αρχικά, η απόπειρα δολοφονίας είχε προγραμματιστεί για την 7η Ιουλίου, με τον στρατηγό Χέλμουτ Στιφ να επιφορτίζεται με το καθήκον της δολοφονίας του αιμοσταγούς Φύρερ, αλλά την τελευταία στιγμή φέρεται να αρνήθηκε και τη θέση του ανέλαβε ο συνταγματάρχης Κλάους φον Στάουφενμπεργκ.

Ως «όργανο του εγκλήματος» είχε επιλεγεί η τοποθέτηση εκρηκτικών εντός της αίθουσας συσκέψεων, με τον Στάουφενμπεργκ να έχει το πλεονέκτημα του να είναι ο μόνος από τους ενορχηστρωτές της Βαλκυρίας που ως επιτελικός αξιωματικός είχε πρόσβαση στον Χίτλερ.

Η επόμενη ημερομηνία που είχε οριστεί για την ολοκλήρωση της επιχείρησης ήταν στις 11 Ιουλίου κατά τη διάρκεια της συνάντησης του επιτελείου, στην οποία θα παρίσταντο και Χάινριχ Χίμλερ και ο Χέρμαν Γκέρινγκ, τους οποίους οι συνωμότες σχεδίαζαν, επίσης, να δολοφονήσουν. Παρόλα αυτά, ακόμη μια απόπειρα δολοφονίας ναυάγησε, καθώς και οι δυο στρατηγοί απουσίαζαν, ενώ στις 15 του ίδιου μήνα, όταν ορίστηκε η νέα ημερομηνία εξόντωσης, απουσίαζε ο βασικότερος στόχος, ο Χίτλερ, ο οποίος έφυγε την τελευταία στιγμή.

Τελικά, η πολυπόθητη πραγμάτωση της επιχείρησης δόθηκε στις 20 Ιουλίου, την ημέρα που ο Χίτλερ βρισκόταν στο καταφύγιό του στην Πολωνία, γνωστό κι ως «Λημέρι του λύκου» (γερμ. Wolfsschanze).

Ο Στάουφενμπεργκ επέλεξε να τοποθετήσει την εκρηκτική ύλη μέσα σε έναν χαρτοφύλακα, κοντά στον Χίτλερ και, έπειτα, έφυγε από την αίθουσα. Η βόμβα εξερράγη στις 12:50, με μόνο τέσσερις από τους είκοσι τέσσερις παρευρισκόμενους να πεθαίνουν και τον στόχο να γλυτώνει με μερικά ελαφριά (!) τραύματα.

Ο λόγος που απέτυχε η κατά τ΄ άλλα καλοσχεδιασμένη απόπειρα ήταν το γεγονός ότι η σύσκεψη πραγματοποιήθηκε, όχι όπως αρχικά προοριζόταν σε μια υπόγεια αίθουσα που θα ευνοούσε την εκτόνωση των αερίων, αλλά σε μια με παράθυρα, η οποία κατέστρεψε τη δυναμική τους.

Έχοντας φτάσει στο Βερολίνο, ο Στάουφενμπεργκ και οι υπόλοιποι συμμετέχοντες ξεκίνησαν να θέτουν σε εφαρμογή το πραξικόπημα, το οποίο, βέβαια, απέτυχε, καθώς πολλοί από τους αξιωματικούς που αρχικά είχαν συμφωνήσει, αρνήθηκαν να εκτελέσουν τις διαταγές, όταν μαθεύτηκε ότι, τελικά, ο Χίτλερ ήταν ζωντανός.

Συλλήψεις και θάνατοι στην Deutschland über alles…

Το ίδιο βράδυ, η Γκεστάπο προχώρησε στη σύλληψη πολλών χιλιάδων ατόμων, από τα οποία τα περισσότερα εκτελέστηκαν, συμπεριλαμβανομένων και κεντρικών στελεχών της συνωμοσίας, όπως ο Κλάους φον Στάουφενμπεργκ, ο Βέρνερ φον Χέφτεν, ο Φρίντριχ Όλμπριχτ και ο Άλμπρεχτ φον Κβιρνχάιμ.

Όσοι δεν εκτελέστηκαν το ίδιο βράδυ αυτοκτόνησαν, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο με συνοπτικές διαδικασίες, οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ ορισμένοι στραγγαλίστηκαν με χορδές πιάνου, με τον βίαιο θάνατό τους να κινηματογραφείται, για να τον απολαύσει αργότερα ο Χίτλερ, ικανοποιώντας, έτσι, την άρρωστη μανία του για εκδίκηση.