200 Χρόνια από την Επανάσταση του 1821: Οι Ελληνίδες στον Απελευθερωτικό Αγώνα

Επώνυμες και ανώνυμες γυναίκες διαδραμάτισαν καταλυτικής σημασίας ρόλο στον ελληνικό απελευθερωτικό Αγώνα, με τη συμβολή τους να είναι εξίσου σημαντική και πολύπλευρη με αυτή των αντρών, πλάι στους οποίους δεν δίστασαν να πολεμήσουν.

Παρόλο που η ελληνική Επανάσταση έχει ταυτι¬στεί με τη γενναιότητα των ανδρών της εποχής, οι γυ¬ναίκες – μάνες, κόρες, σύντροφοι – δεν έμειναν αμέτοχες, αλλά, αντίθετα, έπαιξαν τον δικό τους πρωταγωνιστικό ρόλο.

Εκτός από εκείνες που έμειναν πίσω περιμένοντας καρτερικά και, άλλοτε, μάταια τον γυρισμό των ανδρών, υπήρξαν κι εκείνες που αγωνίστηκαν δίπλα τους, αξίζοντας το ίδιο μερίδιο αν¬δρείας.

Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
Ουδέ σε γάμο ρίχνονται, ουδέ σε χαροκόπι,
η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ' αγγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο.
«Γιώργαινα, ρίξε τ' άρματα, δεν είν' εδώ το Σούλι.
Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων.
- Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκανε, δεν κάνει»,
Δαυλί στο χέρι νάρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
«Σκλάβες Τούρκων μη ζήσομε, παιδιά μ', μαζί μου ελάτε».
Και τα φυσέκια ανάψανε κι όλοι φωτιά γενήκαν.
- Της Δέσπως

Το όραμα της αποτίναξης του οθωμανικού ζυγού είχε λάμψει στα μάτια των κλεφτών και των αρματολών, λάμψη η οποία πέρασε και στην Ελληνίδα της σκλαβιάς, που με απαράμιλλο θάρρος βρέθηκε στις πρώτες γραμμές της μά¬χης, παλεύοντας με το όπλο στο χέρι, ριψοκινδυνεύοντας, πρόθυμη να θυσιαστεί για την τιμή και την ελευθερία της πατρίδας.

Αυτή η εικόνα της γυναίκας πολεμίστριας, της Λασκαρίνας Πινότση – γνωστής κι ως Μπουμπουλίνας, της Μαντούς Μαυρογένους, της Σταυριάννας Σάββαινας, της Κωνσταντίας Ζαχαριά, της Δόμνας Βισβίζη και των «ελεύθερων πολιορκημένων» Μεσολογγιτισσών διέφερε κατά πολύ από την αμέτοχη γυναίκα που έβλεπε κανείς πριν την κήρυξη του αγώνα.

Τρία πουλάκια κάθουνται στον Έλυμπο στην ράχη.
Το ΄να τηράει τα Γιάννινα, τ’ άλλο την Κατερίνα,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
«Τι ΄ν’ το κακό που πάθαμε, οι μαύροι οι Λαζαίοι!
Μας χάλασε ο Βελή-πασάς, μας έκαψε τα σπίτια,
μας πήρε τις γυναίκες μας, μας πήρε τα παιδιά μας!
Στον Τούρναβο τις πάπαε, πεσκέσι του βεζύρη!
Μπροστά πηγαίνει η Τόλιαινα κι οπίσω οι συννυφάδες,
κι οπίσω-οπίσω η Κώσταινα με το παιδί στο χέρι!
Σαν μήλο, σαν τριαντάφυλλο, σαν νεραντζιά κομμένη!
Βγαίνουν κυράδες, την τηρούν από τα παραθύρια:
«Ποιες είν’ αυτές οπο’ ΄ρχουνται στην Πόρτα, στο σαράι;».
«Κυράδες, τι λογιάζετε, κυράδες, τι τηράτε;
Εμείς είμαστε κλέφτισσες, γυναίκες των Λαζαίων»!
Βελή-πασάς αγνάντευε, στέκει και τις ρωτάει:
«Γυναίκες, πού είν’ οι άντροι σας κι οι καπεταναραίοι;»
«Είναι ψηλά στον Έλυμπο, ψηλά στα κυπαρίσσια».
«Πάρτε τες τρεις, φλακώστε τες, βάλτε τες στο μπουντρούμι,
την Κώσταινα την όμορφη, φέρτε την στο χαρέμι!».
- Των Λαζαίων οι γυναίκες

Ήταν γυναίκες που δούλευαν στα χωράφια, φρόντιζαν τα ζώα και τα παιδιά όσο οι άνδρες βρίσκονταν στον πόλεμο, πολεμώντας για μήνες ή και χρόνια. Ήταν γυναίκες που εργάζονταν στους μπαρουτόμυλους της Δημητσάνας, που έραβαν ρούχα και φρόντιζαν πληγωμένους, που μετέφεραν κρυφά μηνύματα, που κουβαλούσαν ζωοτροφές σε μεγάλες αποστάσεις και παρείχαν καταφύγιο σε όσους το είχαν ανάγκη. Ήταν γυναίκες που κουβαλούσαν φυσίγγια την ώρα της μάχης και βοηθούσαν στην τροφοδοσία των στρατευμάτων, γυναίκες που έθαβαν τους γονείς, τους άντρες, τους αδελφούς και τα παιδιά τους. Ήταν γυναίκες σύντροφοι και συμπολεμιστές.

Όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι
όλες την Άρτα πέρασαν, τα Γιάννινα τις πάνε,
σκλαβώθηκαν οι αρφανές, σκλαβώθηκαν οι μαύρες,
κι η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα.
Μόν πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια,
έχει και στη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.
«Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου,
σέρνω φουσέκια στην ποδιά και βόλια στις μπαλάσκες.
— Κόρη, για ρίξε τ' άρματα, γλίτωσε τη ζωή σου.
— Τι λέτε, μωρ' παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδερφή του Γιάννη,
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια».
- Της Λένως Μπότσαρη

Η δράση τους τις καταξίωσε ιστορικά στον πολυμέτωπο αγώνα στην αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, με πολλές, παρά την προσφορά τους, να μένουν άσημες, αλλά όχι ατίμητες στη συνείδηση των επόμενων γενεών.

Ο αγώνας τους έγινε αντικείμενο μελέτης πολλών ξένων ιστορικών, με τον Γάλλο ιστορικό Jules Blancard να γράφει:

«Στις Ελληνίδες οφείλεται ιδιαίτερη προσοχή και εκτίμηση. Κατά τον ιερό αγώνα της Ανεξαρτησίας ατρόμητες, όπως οι άνδρες, ρίχτηκαν στην πάλη, χωρίς καν ν’ αποβλέψουν, όπως εκείνοι, στη δόξα. Ζήτησαν την αμοιβή τους στις ταλαιπωρίες, με την πεποίθηση πως θυσιάζονται για ό,τι είχαν προσφιλές. Ο Μιαούλης, ο Καραϊσκάκης, ο Κανάρης και τόσοι άλλοι ήρωες του ένδοξου αγώνα είχαν εφάμιλλές τους τη Μόσχω, τη Δέσπω, τη Μπου¬μπουλίνα, την Κωνσταντία Ζαχαριά, τη Μαντώ Μαυρογένους. Οι γενναίες αυτές γυναίκες αγωνίσθηκαν με ανδρεία και ηρωισμό για την πατρίδα τους και έλαβαν το στεφάνι της δόξας ή τη δάφνη του μαρτυρίου και τον ένδοξο θάνατο».

Ο λογοτέχνης, ιστοριογράφος και δοκιμιογράφος Δημήτρης Φωτιάδης, μελετώντας τη συνεισφορά των γυναικών στη πολιορκία του Μεσολογγίου, έγραφε:

«Κουκουλωμένες με τη μαντήλα στο κεφάλι πηγαίνουν πίσω απ’ τις ντάπιες και μαζεύουν τα βόλια του εχθρού́ και τα δίνουν στην επιτροπή́ να τα ξαναχύσει. Κουβαλάνε ξύλα και χώμα και παίρνουν την τσάπα και το φτυάρι στο χέρι. Παρηγοράνε τους λαβωμένους, μοιρολογάνε τους σκοτωμένους και κάνουν ό,τι μπορούν για τους αγωνιστές μέσα στη μαύρη φτώχεια που τους δέρνει».