Οι σκοτεινές στιγμές των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων
- Παναγιώτα Απέργη - 10 Ιουνίου 2020
Βερολίνο, 1936
Προσπαθώντας να καλύψει το φασιστικό και μιλιταριστικό πρόσωπο της, η Ναζιστική Γερμανία διοργάνωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936, προβάλλοντας την εικόνα μιας ειρηνικής και φιλόξενης Γερμανίας.
Στο κάλεσμά του για συμμετοχή στους Αγώνες, ο Αδόλφος Χίτλερ απέκλεισε τους εγχρώμους και τους Εβραίους, με τους Ρομά του Βερολίνου, να έχουν ήδη σταλεί σε ειδικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Οι αντισημιτικές αφίσες που γέμιζαν τους δρόμους της Γερμανίας, πριν τους Αγώνες είχαν εξαφανιστεί, προκειμένου να εξαλειφθεί ο κίνδυνος του διεθνούς μποϊκοτάζ, που αρχίσει να εκδηλώνεται, ενώ η μόνη Εβραία που επετράπη να συμμετάσχει στη διοργάνωση, εκπροσωπώντας τη Γερμανία στην ατομική ξιφασκία γυναικών ήταν η Ελένα Μάγιερ, η οποία, ανεβαίνοντας στο βάθρο, δεν δίστασε να χαιρετίσει ναζιστικά.
Μελβούρνη, 1956
Ένα μήνα πριν την έναρξη των αγώνων, η γαλλοβρετανική επέμβαση στο Σουέζ οδήγησε το Λίβανο, την Αίγυπτο και το Ιράκ να αποσύρουν τη συμμετοχή τους από τους Αγώνες, ενώ η Ολλανδία, η Ισπανία και η Ελβετία αρνήθηκαν να στείλουν αθλητές στη Μελβούρνη, λόγω της συμμετοχής της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία, όπως δήλωσαν, είχε εισβάλλει στην Ουγγαρία.
Τα μποϊκοτάζ, βέβαια, δεν σταμάτησαν εκεί, καθώς η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας αποφάσισε να μην εμφανιστεί στη διοργάνωση, ως ένδειξη διαμαρτυρίας, επειδή θα συμμετείχε η Ταϊβάν.
Μεξικό, 1968
Αμέσως μετά την ανάληψη της διοργάνωσης των αγώνων από το Μεξικό, φοιτητές οργάνωσαν μια μεγάλη συγκέντρωση στην Plaza de las Tres Culturas, προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για τα υπέρογκα ποσά που θα ξοδεύονταν για τη φιλοξενία των Ολυμπιακών Αγώνων, τα οποία, όπως υποστήριζαν, θα μπορούσαν να δοθούν για την κάλυψη κοινωνικών αναγκών.
Το καθεστώς του Ντιάζ Ορδάζ αντέδρασε βίαια και προέβη σε αιματοχυσία, ώστε να καταστείλει την πολιτική συγκέντρωση των νέων, οδηγώντας σε θανάτους περισσοτέρων από 350 φοιτητών, ενώ το ηθικό πλήγμα ήταν εξίσου σημαντικό, μιας και η εν λόγω δολοφονική απόπειρα του καθεστώτος Ορδάζ, αποσιωπήθηκε στο βωμό του θεάματος των Ολυμπιακών Αγώνων.
Οι πυροβολισμοί διήρκησαν πολλές ώρες, με τους ήχους τους να φτάνουν στο Ολυμπιακό Χωριό. Οι φήμες για τα επεισόδια και τα θύματα αποδείκνυαν πως το ολυμπιακό πνεύμα είχε παραβιαστεί και πως το αίσθημα της ασφάλειας ήταν πλέον αμφίβολο.
Το αντιειρηνικό πνεύμα συνεχίστηκε και μετά τα έκτροπα στην Plaza de las Tres Culturas, όταν η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή αποφάσισε να αποβάλει από το στάδιο τους Αμερικανούς αθλητές Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος, όταν, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τις φυλετικές διακρίσεις των εγχρώμων στις Η.Π.Α., ύψωσαν τις γαντοφορεμένες τους γροθιές, κατά τη διάρκεια της απονομής των μεταλλίων.
Η Ολυμπιακή Επιτροπή των Η.Π.Α. ανακάλεσε και τους δυο αθλητές την επόμενη ημέρα, χωρίς, ωστόσο, να τους ζητήσει να επιστρέψουν τα μετάλλιά τους, λόγω του ότι αυτό θα μείωνε τον συνολικό αριθμό μεταλλίων τους σε σχέση με τους Σοβιετικούς.
Αντίστοιχη ήταν και η μοίρα του Πίτερ Νόρμαν, του Αυστραλού «αουτσάιντερ» όπως τον αποκαλούσαν, ο οποίος έτρεξε πλάι στους Σμιθ και Κάρλος, τερματίζοντας δεύτερος. Ο Νόρμαν, υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπαραστάθηκε στους συναθλητές του, φορώντας την κονκάρδα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η αντίδραση των Αυστραλών ήταν άμεση και κατηγορηματική: η καριέρα του Νόρμαν θα έληγε σύντομα, με αποκλεισμό από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου, το 1972.
Μόναχο, 1972
Η 20η Ολυμπιάδα του Μονάχου σημαδεύτηκε από ένα στυγερό έγκλημα που διεπράχθη εναντίον των Ισραηλινών Αθλητών.
Ήταν ξημερώματα της 5ης Σεπτεμβρίου του 1972, όταν κομάντο της παλαιστινιακής οργάνωσης «Μαύρος Σεπτέμβρης», εισέβαλαν στο Ολυμπιακό Χωριό και έπιασαν έντεκα Ισραηλινούς αθλητές ως ομήρους, με δυο από αυτούς να χάνουν τη ζωή τους από τα πυρά που εξαπολύθηκαν.
Το αίτημά τους ήταν να απελευθερωθούν διακόσιοι φυλακισμένοι Παλαιστίνιοι, αλλά και οι τρομοκράτες της Κόκκινης Φράξιας, Αντρέας Μπάαντερ και Ούλρικε Μάινχοφ.
Oι Γερμανοί, παράλληλα με τις πολύωρες διαπραγματεύσεις, οργάνωσαν ένα σχέδιο, για να απελευθερώσουν τους ομήρους και να αποφύγουν περισσότερα θύματα. Έτσι, προέβαλαν το επιχείρημα πως θα τους επέτρεπαν να διαφύγουν από τη Δυτική Γερμανία, με τους τρομοκράτες, τελικά, να καταλαβαίνουν πως επρόκειτο για πρόταση - απάτη.
Στην ανταλλαγή πυρών που προκλήθηκε μεταξύ των Γερμανών και των Παλαιστινίων, οι Παλαιστίνιοι σκότωσαν τους αθλητές, που πήραν για ομήρους, ενώ από τη συμπλοκή σκοτώθηκαν άλλοι δύο αστυνομικοί και πέντε από τους τρομοκράτες.
Μόντρεαλ, 1976
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Μόντρεαλ αμαυρώθηκαν από το μποϋκοτάζ είκοσι δύο αφρικανικών χωρών, οι οποίες αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στη διοργάνωση, εξ αιτίας της παρουσίας της Νέας Ζηλανδίας.
Αξίζει να σημειωθεί πως η Νέα Ζηλανδία έστειλε την εθνική ομάδα ράγκμπι της σε τουρνουά της Νότιας Αφρικής, όπου ίσχυε η πολιτική του απαρτχάιντ. Οι μόνες χώρες που δέχθηκαν να πάρουν μέρος, κανονικά, ήταν η Σενεγάλη και η Ακτή Ελεφαντοστού, ενώ η Αίγυπτος, το Καμερούν, το Μαρόκο και η Τυνησία αποχώρησαν, λίγο μετά από τη συμμετοχή τους σε κάποια αγωνίσματα, από τους Αγώνες.
Μόσχα, 1980
Η 22η Ολυμπιάδα της Μόσχας, το 1980, σημαδεύτηκε από το μποϊκοτάζ των Αμερικανικών χωρών, αλλά και άλλων κρατών, με το πρόσχημα της εισβολής των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν, το 1979.
Φυσικά, αυτή η στάση των αμερικανικών αλλά και των άλλων χωρών, που «συμπαραστάθηκαν», επικρίθηκε από πολλούς και θεωρήθηκε ένα πλήγμα κατά του ολυμπιακού πνεύματος, που προάγει την ειρήνη και την συναδέλφωση των λαών.
Οι ίδιοι οι Σοβιετικοί, πάλι, χαρακτήρισαν απαράδεκτη την άρνηση συμμετοχής των Η.Π.Α. και μια δικαιολογία, με τους πολιτικούς - ιδεολογικούς λόγους να κρύβονται από πίσω, ενώ αρκετοί υποστήριξαν πως πρόθεση των Αμερικανών ήταν να υποβαθμίσουν τους Αγώνες, που έφεραν τη σοβιετική «σφραγίδα».
Λος Άντζελες, 1984
Τα μποϊκοτάζ δεν σταμάτησαν ούτε το 1984, με την Ε.Σ.Σ.Δ., αυτή τη φορά, να αρνείται κατηγορηματικά να συμμετάσχει στη διοργάνωση του Λος Άντζελες, απόφαση με την οποία συμμορφώθηκε η πλειοψηφία των χωρών του ανατολικού μπλοκ, όπως επίσης και η Κούβα. Οι μόνες κομμουνιστικές χώρες, οι οποίες επέλεξαν να αψηφίσουν την πολιτική της Μόσχας ήταν η Γιουγκοσλαβία, η Ρουμανία και η Κίνα.
Η επίσημη αιτία της αποχής ήταν οι λόγοι ασφαλείας, εξ αιτίας του αντισοβιετικού μένους που υπήρχε τότε στις Η.Π.Α., ενώ οι Αμερικανοί υποστήριξαν πως η κυβέρνησή τους είχε λάβει όλα τα μέτρα ασφάλειας και προστασίας των αθλητών, όπως και των συνοδών τους, χαρακτηρίζοντας έτσι την απόφαση των Σοβιετικών ως αδικαιολόγητη.