
Τρεις Ιεράρχες: Οι θεόπνευστες προσωπικότητες που είναι παραδείγματα σύνεσης, φιλανθρωπίας και πίστης
- Παναγιώτα Απέργη - 30 Ιανουαρίου 2024
Η 30η Ιανουαρίου έχει καθιερωθεί, ήδη από το 1843-44, ως γιορτή της Παιδείας και των Ελληνικών Γραμμάτων, γιορτή μαθητών και δασκάλων, ημέρα τιμής της μνήμης των Τριών Ιεραρχών, ανδρών που έζησαν στον 4ο αι.μ.Χ., μια εποχή που η χριστιανική θρησκεία είχε να αντιμετωπίσει διωγμούς και καταστροφές αλλά και διάφορες αιρέσεις. Οι τρεις Ιεράρχες μπόρεσαν σε μια δύσκολη περίοδο να μορφωθούν άριστα και να ζήσουν μια παραδειγματική ζωή ευσέβειας, φιλανθρωπίας και αυταπάρνησης, υπηρετώντας τους συνανθρώπους τους με όλες τις σωματικές, υλικές και πνευματικές τους δυνάμεις.
Ο Μέγας Βασίλειος (329 ή 330-378μ.Χ.) γεννήθηκε στη Νεοκαισάρεια του Πόντου στο χωριό Άννησα και μεγάλωσε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Οι γονείς του, ευγενείς και πλούσιοι, διέθεταν δυναμικό χριστιανικό φρόνημα που εμφύσησαν και στα 9 παιδιά τους. Ο Βασίλειος ξεκίνησε τις σπουδές του στην Καισάρεια, κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη και, νεαρός ακόμα, πήγε στην Αθήνα, όπου για τέσσερα χρόνια συνέχισε τις σπουδές του – φιλοσοφία, ρητορική, γραμματική, αστρονομία και ιατρική – έχοντας συμφοιτητές του τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό (τον Θεολόγο) και τον Ιουλιανό τον Παραβάτη. Επιστρέφοντας στη γενέτειρά του, έγινε μοναχός και αποσύρθηκε σε μια μονή του Πόντου όπου ασκήτευσε εκεί με κάθε αυστηρότητα για πέντε χρόνια (357 - 362 μ.Χ.). Η πίστη και η υποδειγματική ζωή του σταδιακά του επέτρεψαν να ανεβεί όλες τις βαθμίδες της ιεροσύνης και το 370 μ.Χ. να αναλάβει τελικά τον επισκοπικό θρόνο της Καισαρείας. Αγωνίστηκε και υπερασπίστηκε με σθένος τα δόγματα της χριστιανικής θρησκείας κατά του Αρειανισμού, επέφερε σοφές μεταρρυθμίσεις στους κανόνες του μοναχισμού και είχε πλούσιο και σημαντικό συγγραφικό έργο (ομιλίες, ασκητικά έργα, επιστολές, Θεία Λειτουργία).
Από την ποιμαντορική του δράση ξεχωρίζουν η ίδρυση της «Βασιλειάδας», του συγκροτήματος που περιελάμβανε φτωχοκομείο, γηροκομείο, ορφανοτροφείο, νοσοκομείο, ξενώνες κ.ά., ιδρύματα όπου έβρισκαν τροφή, καταφύγιο και περίθαλψη χιλιάδες άνθρωποι κάθε φυλής και ηλικίας.

Απαντώντας σε σχόλιο του Ιουλιανού του Παραβάτη κατά του Χριστιανισμού έγραψε: Ἀνέγνως, ἀλλ’ οὐκ ἔγνως. Εἰ γὰρ ἔγνως, οὐ κατέγνως .[=Διάβασες (ενν.τις Γραφές) αλλά δεν κατάλαβες• γιατί αν είχες καταλάβει δεν θα (τις) είχες απορρίψει.]
Υπέρμαχος της παιδείας, που αποβλέπει στην καλλιέργεια της ψυχής ο Βασίλειος κήρυττε: Ἔστι δὲ ἡ παιδεία ἀγωγή τις ὠφέλιμος τῇ ψυχῇ, ἐπιπόνως πολλάκις τῶν ἀπὸ κακίας κηλίδων αὐτὴν ἐκκαθαίρουσα, ἥτις πρὸς μὲν τὸ παρὸν οὐ δοκεῖ χαρᾶς εἶναι, ἀλλὰ λύπης· ὕστερον δὲ καρπὸν εἰρηνικὸν τοῖς δι' αὐτῆς γεγυμνασμένοις ἀποδίδωσιν εἰς σωτηρίαν. Ταύτην τοίνυν τὴν παιδείαν γνῶναι οὐ τῆς τυχούσης ἐστὶ διανοίας·
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (347-407μ.Χ.) γεννήθηκε στην Αντιόχεια, έχασε πολύ μικρός τον πατέρα του και η μητέρα του τον ανέθρεψε και τον μόρφωσε με χριστιανικό τρόπο. Σπούδασε πολλές επιστήμες στην Αντιόχεια - κοντά στον τότε διάσημο ρήτορα Λιβάνιο - και στην Αθήνα, μαζί με τον Μέγα Βασίλειο. Επιστρέφοντας στην Αντιόχεια ολοκλήρωσε τις σπουδές του, στη συνέχεια ασκήτευσε στην έρημο για 5 χρόνια, οπότε και αναγκάστηκε λόγω ασθενείας να επιστρέψει στην Αντιόχεια. Εκεί, αφού χειροτονήθηκε διάκονος και το 387μ.Χ. πρεσβύτερος, ανέπτυξε όλα τα ψυχικά του χαρίσματα, ζήλο και ευγλωττία στα κηρύγματά του, συγκινώντας τον κόσμο της γενέτειράς του.
Η φήμη του διαδόθηκε σε όλη τη βυζαντινή επικράτεια και στις 15 Δεκεμβρίου 397 μ.Χ. με κοινή ψήφο του αυτοκράτορα Αρκαδίου και του εκκλησιαστικού κλήρου, έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, κάτι που ο ίδιος δεν επεδίωξε ποτέ. Σαν Πατριάρχης κτύπησε αδυσώπητα κάθε κακία, παρανομία, καθώς και τις παρεκτροπές της αυτοκρατορικής αυλής, δημιουργώντας αναπόφευκτα, φοβερούς εχθρούς, μεταξύ των οποίων την αυτοκράτειρα Ευδοξία και τον τότε Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόφιλο. Αυτοί συγκάλεσαν παράνομη Σύνοδο (από 36 επισκόπους) και πέτυχαν την καθαίρεση και εξορία του. Ωστόσο, η αντίδραση του πλήθους των πιστών τον επανέφερε στον πατριαρχικό θρόνο ( 402μ.Χ), από όπου και πάλι παράνομα εκδιώχθηκε και εξορίστηκε (404μ.Χ) στην Κουκουσό της Αρμενίας και από κει στα Κόμανα, όπου, μετά από πολλές κακουχίες, πέθανε το 407 μ.Χ..

Έχει αναγνωριστεί ως ο πιο δημοφιλής διδάσκαλος της Χριστιανικής Εκκλησίας, πετυχαίνοντας να εξηγήσει με άριστη σαφήνεια αλλά και απλότητα τα νοήματα των Γραφών. Εκτός από θαυμάσιος ρήτορας και λογοτέχνης, υπήρξε διεισδυτικός ψυχολόγος και πρωτοπόρος κοινωνιολόγος, με έντονο το αίσθημα της ισότητας και της καθολικής αδελφότητας. Θεωρούσε την ελεημοσύνη ως καρδιά της κάθε αρετής, τη βασίλισσα των αρετών: […]κι αν ακόμα έχεις πολλές αμαρτίες, μη φοβάσαι, εφόσον έχεις συνήγορο την ελεημοσύνη• γιατί καμιά ουράνια δύναμη δεν αντιστέκεται σ’ αυτήν• απαιτεί το χρέος, έχει δικό της χειρόγραφο που το κρατά στα χέρια της[…] Ώστε λοιπόν όσες άλλες αμαρτίες έχεις, η ελεημοσύνη σου τις ισοζυγίζει όλες. (Περί Μετανοίας, Ομιλία Γ’).
Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός ο Θεολόγος (329-390μ.Χ.) γεννήθηκε στην κωμόπολη Αριανζό της Καππαδοκίας, κοντά στην πόλη Ναζιανζό όπου και πήρε τη στοιχειώδη μόρφωση και συνέχισε τις σπουδές του στην Καισάρεια, έχοντας συμμαθητή τον Μέγα Βασίλειο. Τα επόμενα 13 χρόνια των σπουδών του τα πέρασε στην Παλαιστίνη, την Αλεξάνδρεια και την Αθήνα., δίπλα σε σημαντικούς διδασκάλους ρητορικής της εποχής. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του ο πατέρας του και επίσκοπος Ναζιανζού τον χειροτόνησε πρεσβύτερο, ιερατικό αξίωμα που ο Γρηγόριος δεν άσκησε αμέσως, αλλά προτίμησε να ασκητεύσει στον Πόντο, μαζί με τον φίλο του Μέγα Βασίλειο. Υποχωρώντας στις παρακλήσεις των δικών του επέστρεψε στη γενέτειρά του και το 372μ.Χ. ανέλαβε το επισκοπικό αξίωμα στην περιοχή των Σασίμων, την οποία ποτέ δεν εποίμανε λόγω των Αρειανιστών κατοίκων της. Η ζωή του ταράχθηκε από αλλεπάλληλους θανάτους που βρήκαν την οικογένειά του – χάνει τη μητέρα και τα δυο αδέλφια του – ωστόσο το 378μ.Χ. βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου υπερασπιζόμενος την Ορθοδοξία κτύπησε καίρια τους Αρειανιστές, που είχαν πλημμυρίσει τη Βασιλεύουσα.

Μετέτρεψε ένα δωμάτιο στο σπίτι που τον φιλοξενούσαν σε ναό και του έδωσε το συμβολικό όνομα Αγία Αναστασία, όπου εκφώνησε τους περίφημους 5 θεολογικούς του λόγους που του χάρισαν και την επωνυμία του Θεολόγος. Το 381μ.Χ. ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α΄ τον ανέδειξε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, αναγνωρίστηκε από τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο αλλά η ευτελής αντιπολίτευση μερίδας επισκόπων τον αηδίασε και τον οδήγησε σε παραίτηση. Επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του Αριανζό, όπου και τελείωσε ειρηνικά τη ζωή του, το 390μ.Χ..
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος άφησε μεγάλο συγγραφικό έργο με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τα φιλοσοφημένα 408 ποιήματά του 18.000 περίπου στίχων.
Είναι πιθανόν παράδοξο για πολλούς σήμερα ότι, 17 σχεδόν αιώνες πριν, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός κατέκρινε με ανατρεπτικό και πρωτοποριακό τρόπο οποιαδήποτε ρατσιστική διάκριση και άδικη κρίση κατά των γυναικών, γράφοντας: […]Ένας είναι ο δημιουργός του ανδρός και της γυναικός και από μία σάρκα είναι και οι δύο. Προέρχονται από μία εικόνα, και υπάρχει δι’ αυτούς ένας νόμος, ένας θάνατος και μία ανάστασις. Επίσης έχουμε γίνει από άνδρα και από γυναίκα. Κοινό είναι το χρέος το οποίο οφείλουν τα τέκνα προς τους γονείς. Πώς λοιπόν απαιτείς μεν να είναι σώφρων η γυνή, συ δε δεν ανταποδίδεις εκείνο το οποίο ζητείς; Πώς ζητείς εκείνο το οποίο δεν προσφέρεις; Πώς βγάζεις διαφορετικούς νόμους για σώμα όμοιο και ισάξιο; Εάν δε εξετάζεις και τα χειρότερα, άκουσε: Διέπραξε αμαρτία η γυναίκα; Το ίδιο έκαμε και ο Αδάμ. Τους εξηπάτησε και τους δύο ο όφις. Δεν επαρουσιάσθη το ένα πιο ασθενές και το άλλο πιο ισχυρό. Θέλεις να εξετάσουμε μήπως και τα καλύτερα; Ο Χριστός με το πάθος Του τους σώζει και τους δύο. Έγινε άνθρωπος για τον άνδρα; Το ίδιο έκανε και για την γυναίκα. Απέθανε προς χάριν του ανδρός; Σώζεται όμως και η γυναίκα με τον θάνατό του[…]

Η σημασία της ύπαρξης των τριών Ιεραρχών στην Ορθόδοξη Εκκλησία φαίνεται και από την απεικόνισή τους στην αψίδα του Ιερού Βήματος των ναών, μαζί με κάποιον ακόμη Ιεράρχη της Εκκλησίας. Μάλιστα, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Μέγας Βασίλειος, είναι οι πιο συχνά εικονιζόμενοι Ιεράρχες, καθώς η συγγραφή από αυτούς των Θείων Λειτουργιών και η παρουσία τους στον ιερό χώρο του Βήματος αποτελεί εγγύηση για την ορθή τέλεση του λειτουργικού τυπικού.