Τσαϊκόφσκι: O συνθέτης των μεγάλων συγκινήσεων
- Παναγιώτα Απέργη - 6 Μαΐου 2020
Ο Πιοτρ Ιλίτς Τσαϊκόφσκι γεννήθηκε στις 7 Μαΐου 1840 στο Βοτκίνσκ της Ρωσίας και ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος από τους έξι επιζώντες απογόνους του Ίλια Τσαϊκόφσκι, ο οποίος εργαζόταν ως επιθεωρητής ορυχείων και διευθυντής μεταλλικών έργων.
Σε ηλικία μόλις 5 ετών, ο Τσαϊκόφσκι άρχισε τα μαθήματα πιάνου, με τους γονείς του, αρχικά, να υποστηρίζουν θερμά το μουσικό ταλέντο του, προσλαμβάνοντας για εκείνον έναν καθηγητή, αγοράζοντάς του ένα όργανο και ενθαρρύνοντας τις σπουδές του στο πιάνο. Σύντομα, ωστόσο, ο ενθουσιασμός τους υποχώρησε και ήθελαν ο γιος τους να εργαστεί στη δημόσια διοίκηση, αναγκάζοντάς τον, στα 10 του χρόνια να αρχίσει να παρακολουθεί το προκαταρκτικό σχολείο της Αυτοκρατορικής Νομικής Σχολής, ένα οικοτροφείο στην Αγία Πετρούπολη, και μετά από δυο χρόνια να παρακολουθεί την Αυτοκρατορική Νομική Σχολή, για να ξεκινήσει έναν επταετή κύκλο μαθημάτων.
Ενόσω ήταν στην σχολή παρακολουθούσε συχνά όπερα και θέατρο με άλλους φοιτητές, μεταξύ των οποίων τα έργα του Ροσίνι, του Μπελίνι, του Βέρντι και του Μότσαρτ, ενώ είχε την ευκαιρία να συναντά τον κατασκευαστή πιάνων Φραντζ Μπέκερ , ο οποίος επισκεπτόταν περιστασιακά τη σχολή ως δάσκαλος μουσικής.
Λίγα χρόνια μετά το σοκ του πρόωρου θανάτου της μητέρας του, ο Τσαϊκόφσκι, τιμώντας τις επιθυμίες των γονιών του, ξεκίνησε να εργάζεται για τέσσερα χρόνια στο γραφείο του υπουργείου Δικαιοσύνης, χωρίς ποτέ να ξεχάσει την αγάπη του για τη μουσική, από όπου, όμως, παραιτήθηκε.
Ολοκληρώνοντας τις μουσικές του σπουδές, στο μετέπειτα Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης, το 1866, διορίσθηκε καθηγητής στο Ωδείο της Μόσχας, από όπου, όμως, παραιτήθηκε και αφοσιώθηκε στη σύνθεση, ενώ άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους έντονα σημάδια βαριάς κατάθλιψης.
Ένας από τους παράγοντες που συντέλεσαν σε αυτό ήταν η καταπιεσμένη του ομοφυλοφιλία και ο φόβος της διαπόμπευσης που τον οδήγησε σε έναν καταστροφικό γάμο με μια νεαρή φοιτήτριά του της μουσικής, την οποία, βέβαια, εγκατέλειψε σε λίγες εβδομάδες και, στη συνέχεια αποφάσισε, αποτυχημένα, να αυτοκτονήσει, ενώ, παράλληλα, η σχέση του με την Ναντέζντα Φον Μεκ, συνέβαλε κι αυτή στο να κλονιστεί η ήδη επιβαρυμένη του ψυχική υγεία.
Η Ναντέζντα Φον Μεκ ήταν μια πλούσια χήρα η οποία είχε παρακολουθήσει για πρώτη φορά στη ζωή της το 1877 μια συναυλία του Τσαϊκόφσκι και του έγραψε ένα γράμμα με το οποίο τον ευχαρίστησε και του είπε πως η μουσική του κάνει πολύ ευχάριστη τη ζωή. Από τότε άρχισε μια γραπτή επικοινωνία μεταξύ τους, χωρίς ποτέ να συναντηθούν, και μια μηνιαία χορηγία ρουβλίων μέχρι τον Οκτώβριο του 1890 που τελείωσε, όταν η Ναντέζντα του έγραψε πως ήταν αναγκασμένη να σταματήσει τη χορήγηση του επιδόματος αυτού και να διακόψει κάθε σχέση μαζί του, επικαλούμενη λόγους υγείας, εξοργίζοντας τον μουσικό, εξ αιτίας της περιφρόνησης της μουσικής του.
Παρά τις προσωπικές του αναταραχές, η φήμη του μεγάλωνε, με αποτέλεσμα όχι μόνο να τιμηθεί από τον τσάρο και να του χορηγηθεί ισόβια σύνταξη, αλλά, μάλιστα, να εγκωμιάζεται στα μουσικά μέγαρα όλου του κόσμου, χωρίς, ωστόσο, να λείπουν οι επικρίσεις από ομοτέχνους του.
Ο Τσαϊκόφσκι πέθανε στην Αγία Πετρούπολη στις 6 Νοεμβρίου 1893, με αιτία θανάτου του να έχει χαρακτηριστεί επίσημα η χολέρα, αν και ορισμένοι βιογράφοι του πιστεύουν ότι αυτοκτόνησε μετά την ταπείνωση μιας δίκης ενός σεξουαλικού σκανδάλου.
Σημαντικότερα έργα
1. Η Λίμνη των Κύκνων
Στην πρώτη του παράσταση στο Θέατρο Μπολσόι, στις 20 Φεβρουαρίου του 1877, «Η λίμνη των κύκνων» απέτυχε να εντυπωσιάσει κοινό και κριτικούς. Αν και το θέατρο της Μόσχας ήταν ασφυκτικά γεμάτο, οι θεατές δεν έδειξαν να ενθουσιάζονται από το έργο, ενώ ελάχιστοι χειροκρότησαν στο φινάλε, με τις κριτικές που δημοσιεύτηκαν στον τύπο την επόμενη ημέρα να είναι διχαστικές και απογοητευτικές.
Δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Τσαϊκόφσκι, η παράσταση ανέβηκε εκ νέου στη σκηνή, στις 15 Ιανουαρίου 1895 στο θέατρο Μαρίνσκι της Αγίας Πετρούπολης, με την παράσταση να αποθεώνεται και να γίνεται ένα από τα πιο δημοφιλή έργα, καθώς περιλαμβάνει όλο το φάσμα των ανθρώπινων συναισθημάτων, από την ελπίδα μέχρι την απόγνωση, από τον τρόμο μέχρι την τρυφερότητα, από τη μελαγχολία μέχρι την έκσταση.
Βασιζόμενη σε ρωσικά λαϊκά παραμύθια καθώς και σε έναν αρχαίο γερμανικό μύθο, η ιστορία της παράστασης αφηγείται τις αισθηματικές περιπέτειες του πρίγκιπα Ζίγκφριντ και της όμορφης πριγκίπισσας Οντέτ που ένας κακόβουλος μάγος την έχει μεταμορφώσει σε λευκό κύκνο, προσπαθώντας παράλληλα να παντρέψει τον νεαρό πρίγκιπα με την κόρη του, την Οντίλ, που είναι ένας μαύρος κύκνος και αρκετά όμοιος με την Οντέτ.
2. Ο Καρυοθραύστης
Η πρεμιέρα του Καρυοθραύστη που δόθηκε στις 18 Δεκεμβρίου του 1892 στο Θέατρο Μαρίνσκι ήταν η απόλυτη ικανοποίηση του Τσαϊκόφσκι, καθώς η μουσική, το λιμπρέτο και η χορογραφία ήταν άψογα συνδυασμένα.
Η ιστορία του διαδραματίζεται την Παραμονή των Χριστουγέννων, σε μια γερμανική πόλη, όπου η μικρή Κλάρα περιμένει το δώρο από τον νονό της, που δεν είναι άλλο από ένα στρατιωτάκι που χρησιμεύει ως Καρυοθραύστης. Μόλις χτυπήσει το ρολόι για τα μεσάνυχτα, το κορίτσι, αποκοιμισμένο, μεταφέρεται σε έναν παραμυθένιο κόσμο, όπου τα παιγνίδια ζωντανεύουν και δίνουν μάχη με τεράστιους ποντικούς, σε μια μάχη στην οποία ο Καρυοθραύστης αναδεικνύεται νικητής και μεταμορφώνεται σε έναν όμορφο πρίγκιπα. Την ημέρα των Χριστουγέννων, η μικρή Κλάρα ξυπνάει και ανακαλύπτει ότι ο γοητευτικός πρίγκιπας του ονείρου της έχει μεταμορφωθεί ξανά στον καρυοθραύστη που της χάρισε ο νονός της.
3. Η Ωραία Κοιμωμένη
Βασισμένη στο γνωστό παραμύθι του Σαρλ Περό, η «Ωραία Κοιμωμένη του δάσους» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Μαρίνσκι της Αγίας Πετρούπολης το 1890. Αν και από το 1890 και μετά η παράσταση γνώρισε πολλές αναβιώσεις, χαρακτηριστική είναι η ερμηνεία του Ρούντολφ Νουρέγιεφ, ο οποίος το 1961 κατάφερε να μαγνητίσει το κοινό του Παρισιού μετά την απομάκρυνσή του από τα Μπαλέτα Κίροφ.
4. Ουβερτούρα 1812, σε Μι Ύφεση Μείζονα
O Τσαϊκόφσκι συνέθεσε την Ουβερτούρα 1812 το 1880, σε κλίμακα Μι ύφεση μείζονα και «Θεματική» την μουσική περιγραφή της γαλλικής εισβολής με αρχηγό τον Ναπολέοντα στη Ρωσία. Η παγκόσμια πρεμιέρα του έργου έγινε στη Μόσχα, στις 20 Αυγούστου 1882, υπό τη διεύθυνση του μαέστρου Ιππόλυτου Αλτάνη, κοντά στον ημιτελή Καθεδρικό Ναό του Σωτήρα Χριστού, ο οποίος ανεγέρθηκε προς τιμήν των γεγονότων του 1812. Το έργο σημείωσε τεράστια επιτυχία για τον συνθέτη, καθώς αποτέλεσε ένα από τα συχνότερα εκτελούμενα και ηχογραφούμενα έργα του, το οποίο, μάλιστα, είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό για την τελική ομοβροντία από κωδωνοκρουσίες, κανονιές και χάλκινα πνευστά.