Μαρία Κάλλας: «Αφού κανείς τραγουδήσει, μετά πρέπει να ερμηνεύσει»

Από τη Μανόν Λεσκώ και την Κάρμεν ως τη Λαίδη Μάκβεθ και την Αΐντα, χάρη στις απαράμιλλης ευαισθησίας και ερμηνευτικής δεινότητας ερμηνείες, η Μαρία Κάλλας αγαπήθηκε από το κοινό όσο λίγοι καλλιτέχνες, με το όνομα της να χαράζεται με χρυσά γράμματα στην ιστορία της μουσικής.

Η Μαρία Κάλλας, κατά κόσμον Μαρία Άννα Καικιλία Σοφία Καλογεροπούλου, γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1923, στο Μανχάταν, από Έλληνες γονείς, με τον πατέρα της να αλλάζει για λόγους ευφωνίας το οικογενειακό επίθετο αρχικά σε «Κάλος» και, αργότερα, σε «Κάλλας».

Στα οκτώ της χρόνια άρχισε να παίρνει τα πρώτα μαθήματα μουσικής, ενώ μετά τον χωρισμό των γονιών της και την έλευσή της στην Ελλάδα, γράφτηκε στο Εθνικό Ωδείο και στο Ωδείο Αθηνών με δασκάλα την Ελβίρα ντε Ιντάλγκο. Το επαγγελματικό της ντεμπούτο έγινε το 1940 – 1941 με τον ρόλο της Βεατρίκης στην οπερέτα «Βοκκάκιος», που ανέβηκε στην Εθνική Λυρική Σκηνή.

 fados_2

Η ερμηνεία της Κάλλας, παρά το μικρό ρόλο, άφησε άριστες εντυπώσεις και, λίγο καιρό αργότερα, ανέλαβε τον πρώτο πρωταγωνιστικό ρόλο εμφανιζόμενη ως Τόσκα στην ομώνυμη όπερα του Πουτσίνι, δεχόμενη διθυραμβικές κριτικές.

Τον Σεπτέμβριο του 1945, επέστρεψε στην Αμερική, για να προωθήσει τη διεθνή της καριέρα, αλλάζοντας κι αυτή το επίθετό της σε Κάλλας. Παρά το γεγονός ότι για δυο χρόνια έμεινε άνεργη, δεν το έβαλε κάτω και χάρη στην επιτυχημένη της ακρόαση, της ανέθεσαν να τραγουδήσει την «Τζιοκόντα» στην ομώνυμη όπερα του Πονκιέλι, που ανέβηκε στην Αρένα της Βερόνας. Εκεί, γνώρισε και ερωτεύτηκε τον βιομήχανο Τζιανμπατίστα Μενεγκίνι, με τον οποίον παντρεύτηκε στις 21 Απριλίου του 1949.

Η καριέρα της ήταν ονειρική με εμφανίσεις σε όλα τα σημαντικά λυρικά θέατρα του κόσμου, αποδίδοντας με μοναδικό τρόπο και δραματικότητα όλους σχεδόν τους πρώτους ρόλους της ιταλικής όπερας. Ο κόσμος τη λάτρευε κι όχι άδικα, αφού η Κάλλας σηματοδότησε μια νέα εποχή στην ιστορία της Όπερας, συνδυάζοντας τη λυρική ερμηνεία με την υποκριτική.

Μάλιστα, όταν τραγούδησε τον ρόλο της άρρωστης Βιολέττας στην «Τραβιάτα» του Βέρντι, η ερμηνεία της ήταν τόσο ρεαλιστική, που αρκετοί εκ των θεατών θεώρησαν ότι στ’ αλήθεια ήταν άρρωστη.

 
fados_2

Η τελευταία της ερμηνεία δόθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1973, όταν τραγούδησε ένα ρεπερτόριο από άριες στην όπερα του Παρισιού, με τους θεατές να φωνάζουν «Βίβα Μαρία», πετώντας της ανθοδέσμες.

Παρόλη τη λάμψη της, η ζωή της σημαδεύτηκε από μια σειρά προσωπικών προβλημάτων που την επηρέασαν. Από την προβληματική σχέση με τη μητέρα της και τον πολυσυζητημένο έρωτά της με τον Αριστοτέλη Ωνάση, η σπουδαία σταρ της όπερας βίωνε τραυματικές εμπειρίες, οι οποίες την έστρεψαν στη μοναξιά και τη σιωπή.

Η Divina, όπως την έλεγε το κοινό, άφησε την τελευταία της πνοή στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, προδομένη από την καρδιά της. Σύμφωνα με την επιθυμία της αποτεφρώθηκε και η στάχτη της διασκορπίστηκε στο Αιγαίο Πέλαγος.