
Ζαχαρίας Παπαντωνίου: Ο υπερασπιστής της δημοτικής γλώσσας με τα χίλια πρόσωπα
- Παναγιώτα Απέργη - 3 Φεβρουαρίου 2022
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1877, στο Καρπενήσι και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Ευρυτανία, όπου ο πατέρας του εργαζόταν ως δάσκαλος. Στην ηλικία των δεκατριών χρονώ, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο και στη συνέχεια γράφτηκε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου, την οποία, όμως, δεν τελείωσε ποτέ, παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα ζωγραφικής.
Μάλιστα, το 1911, έλαβε μέρος σε έκθεση στο Ζάππειο με γελοιογραφίες και σκίτσα που είχε δημοσιεύσει κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά. Από νωρίς, αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία, ως πολιτικός αρθρογράφος, χρονογράφος και συγγραφέας τεχνοκριτικών άρθρων και, σε ηλικία 16 ετών, ξεκίνησε να αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Ακρόπολη». Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τις εφημερίδες: «Εμπρός», «Χρόνος», «Εφημερίδα των συζητήσεων», «Το Άστυ», «Ταχυδρόμος», το «Ελεύθερο Βήμα» και «Σκριπ».

Παράλληλα, συνεργάστηκε με λογοτεχνικά περιοδικά όπως τα: «Ημερολόγιον Σκώκου», «Νουμάς», «Νέα Ζωή» , «Ποικίλη Στοά», «Παναθήναια», «Ηγησώ», «Καλλιτέχνης» και «Νέα Εστία».
Στα γράμματα έκανε την εμφάνιση του, το 1898, με την ποιητική συλλογή «Πολεμικά τραγούδια», ενώ, από το 1904 έγινε ένα από τα πρώτα μέλη της εταιρίας «Η Εθνική Γλώσσα», η οποία πρέσβευε την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας, μαζί με τους Μαλακάση, Πορφύρα, Χατζόπουλο, Καρκαβίτσα, Κονδυλάκη. Τον επόμενο χρόνο συνέταξε τη διακήρυξη «Προς το ελληνικό Έθνος», εκθέτοντας τους στόχους της εταιρίας, μαχόμενος διαχρονικά για την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας.
Από το 1908 και ως το 1911 βρέθηκε στο Παρίσι ως απεσταλμένος της εφημερίδας «Εμπρός», όπου γνώρισε νέα καλλιτεχνικά ρεύματα, αρθρογραφώντας παράλληλα, σε γαλλικές εφημερίδες. Μετά την επάνοδό του από το Παρίσι, σταδιακά, εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία και στράφηκε στην πολιτική και τη συγγραφή. Από το 1912 και ως το 1916 διετέλεσε νομάρχης στη Ζάκυνθο, την Καλαμάτα, τη Σπάρτη και τις Κυκλάδες, όπου προώθησε την ιδέα οργάνωσης εργατικού σωματείου στη Σύρο. Ως Νομάρχης Λακωνίας, διώχθηκε ποινικά για παράβαση καθήκοντος, επειδή αρνήθηκε να υπογράψει τον αφορισμό του Βενιζέλου από τους ιερωμένους και οδηγήθηκε σε δίκη όπου και απαλλάχθηκε.
Τo 1918, διορίστηκε Διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης και στη συνέχεια Πρόεδρος του καλλιτεχνικού της συμβουλίου, θέση που διατήρησε μέχρι τον θάνατό του. Κατά την διάρκεια της θητείας του στην Εθνική Πινακοθήκη, εμπλούτισε τις συλλογές της με έργα πολλών Ελλήνων ζωγράφων και χαρακτών, όπως οι: Μαλέας, Γύζης, Παρθένης, Γαλάνης, Λύτρας, Θεοτοκόπουλος καθώς και του Γιώργου Ιακωβίδη.

Την ίδια χρονιά έγραψε το παιδικό μυθιστόρημα «Τα Ψηλά Βουνά», που αποτέλεσε το αναγνωστικό της Γ΄ Δημοτικού και εισήγαγε τη δημοτική στην εκπαίδευση. Σε αυτό εξιστορούνται οι εμπειρίες μιας ομάδας 26 συμμαθητών που περνούν τις καλοκαιρινές τους διακοπές μόνοι τους στα βουνά της Ευρυτανίας. Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε μια απλή και ζωντανή δημοτική γλώσσα, με τον Παπαντωνίου να ενσωματώνει έντεχνα στην αφήγησή του πολλά είδη λόγου, από δημοτικά τραγούδια και λαϊκές ιστορίες ως ποιήματα και επιστολές. Στο τέλος του βιβλίου, μάλιστα, παραθέτει τραγούδια ολόκληρα και παρτιτούρες για τη μουσική τους εκτέλεση.
Το έργο προκάλεσε οξύτατες αντιδράσεις και, μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Βενιζέλου, η νέα κυβέρνηση αποφάσισε να καούν δημοσίως τα αναγνωστικά της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, ανάμεσα στα οποία και τα «Ψηλά Βουνά». Βέβαια τα «Ψηλά Βουνά», το καλοκαίρι του 1974, όταν χρειάστηκε να αντικατασταθούν τα σχολικά βιβλία μετά την πτώση της Χούντας, επανήλθαν ως αναγνωστικό για τη Γ’ Δημοτικού.
Από το 1920 άρχισε να τυπώνει ποιητικές συλλογές και πεζά έργα και δοκίμια, όπως «Τα χελιδόνια», «Παιδικά τραγούδια», «Πεζοί ρυθμοί», οι τρεις τόμοι των «Νεοελληνικών αναγνωσμάτων» για τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, « Διηγήματα», «Ο βυζαντινός όρθρος», «Η θυσία», «Θεία Δώρα», «Ο όρκος του πεθαμένου», «Ο Όθων» και «Άγιον Όρος».
Το 1923, τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείον των Γραμμάτων και Τεχνών και, το 1938, αναγορεύτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, καταλαμβάνοντας την έδρα της Λογοτεχνίας, θέση από την οποία υπέβαλε την πρώτη του εισηγητική έκθεση στη δημοτική, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις.
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου πέθανε την 1η Φεβρουαρίου 1940, από ανακοπή καρδιάς μέσα στο τραμ, καθώς πήγαινε για να παρευρεθεί σε μία συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών. Το έργο του δεν έχει εκδοθεί στο ακέραιό του, καθώς το αρχείο του διασκορπίστηκε και ο ίδιος απέφευγε να αυτοβιογραφηθεί, γιατί θεωρούσε πως οι συγγραφείς που αυτοβιογραφούνται «μας δίνουν έναν συγγραφέα εντελώς άλλον από τον πραγματικό».