Χριστούγεννα, η γιορτή που εμπνέει τους Έλληνες ποιητές
- Παναγιώτα Απέργη - 25 Δεκεμβρίου 2022
Και η ποίηση, όποια μορφή κι αν έχει, σε κάθε στιγμή της ζωής μας είναι το μέσο που μας δίνει απαντήσεις, μας απομακρύνει από την πεζή καθημερινότητα, μας πηγαίνει σε άλλους κόσμους. Είναι το μέσο που μας επιτρέπει γράφοντας ή διαβάζοντας να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας. Λειτουργεί όπως τα παιδικά παραμύθια, ενεργοποιώντας τη φαντασία μας, θυμώνοντάς μας, γαληνεύοντάς μας, ταξιδεύοντάς μας, λυτρώνοντάς μας.
Όπως όλοι οι καλλιτέχνες, έτσι και οι ποιητές εμπνέονται από τη Γέννηση του Θεανθρώπου και εκφράζουν τα συναισθήματά τους με ιδιαίτερη ευαισθησία.
Ο Οδυσσέας Ελύτης ζητά, μέσα από την απλότητα, τη γαλήνη της ανθρώπινης ψυχής:
«[…]Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος
να ’ν’ ήμερος, να ’ναι άκακος
λίγο φαΐ, λίγο κρασί
Χριστούγεννα κι Ανάσταση
κι όπου φωλιάσει και σταθεί
κανείς να μην του φτάνει εκεί [...]»
ενώ ο Κωστής Παλαμάς θαυμάζει την ομορφιά και τη λάμψη των Χριστουγέννων:
« [..] Τι φως και χρώμα κι εμορφιά να σκόρπιζε τ’ αστέρι
οπού στην κούνια του Χριστού τους Μάγους έχει φέρει!
Ποιός άγγελος το διάλεξε για τέτοιο ταχυδρόμο!
Τ’ άλλα τ’ αστέρια θα ‘βλεπαν το φωτεινό του δρόμο
κι από τη ζήλεια θα’ τρεμαν…Αστέρι σε ποια χώρα
του απέραντου ουρανού να λαμπυρίζεις τώρα;
Η παντοδύναμη φθορά μην έσβησε το φως σου;
Ή μήπως είσαι αθάνατο και συ σαν το Χριστό σου;
Δεν κατεβαίν’ η λάμψη σου κι εδώ στα χώματά μας;
Για όλα τ’ άστρα, αλίμονο! δεν είναι η ματιά μας…
Και μόνον όταν τα λαμπρά Χριστούγεννα μας θα μπουν,
θαρρώ πως οι ακτίνες του μες την ψυχή μου λάμπουν.»
Ο Τάκης Παπατσώνης φοβάται ότι οι αδικίες του κόσμου θα τον κάνουν να απομακρυνθεί από το χαρούμενο πνεύμα της Γέννησης και αντί για ύμνο της γιορτής θα γράψει ένα θρήνο:
«[…] Αλίμονο· των άγριων λαών η ορμητική αντάρα
και την ειρήνη τάραξε της μέσα μου ευλογίας,
κ’ αιστάνομαι απειλητικά του θεού μου την κατάρα
και μακρυνάμενο από με το Τέκνο της Μαρίας…
Και ο ανελέητος ασκητής τρέμω μην τάχα σφάλλω·
μην ενωθώ με τους θνητούς πολεμιστές και γίνω
του Σατανά η συνέργεια – που τότε πια θα ψάλω
όχι ύμνο των Χριστουγέννων, μα θρήνο![…]»,
Ο Θεσσαλονικιός Τόλης Νικηφόρου βλέπει «να λάμπουν σαν δάκρυα τα Χριστούγεννα» :
«[…]ένας μικρός χριστός γεννιέται πάλι αύριο
μόνος στον κόσμο
ένας μικρός χριστός που ζωγραφίζει θαμπά στο τζάμι
δέντρα για τα παιδιά
καράβια για τα όνειρα
ένα παραμύθι της αγάπης για τους απελπισμένους
παραμονή
και τα χιλιάδες φώτα της πλατείας
στα μάτια του λάμπουν σαν δάκρυα[…]»
και ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος αποδίδει την ευδιαθεσία του για την έλευση των Χριστουγέννων μέσα από συμβολικές εικόνες και ήχους, παρμένα από τη φύση:
Μὲς τὴν ἀχνόφεγγη βραδιὰ
πέφτει ψιλὸ-ψιλὸ τὸ χιόνι,
γύρω στὴν ἔρμη λαγκαδιὰ
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.
Οὔτε πουλιοῦ γροικᾶς λαλιά,
οὔτ᾿ ἕνα βέλασμα προβάτου,
λὲς κι ἁπλωμένη σιγαλιὰ
εἶναι κεῖ ὁλόγυρα θανάτου.
Μὰ ξάφνου πέρα ἀπ᾿ τὸ βουνὸ
γλυκὸς σημάντρου ἦχος γροικιέται,
ὡσὰν βαθιὰ ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ
μέσα στὴ νύχτα νὰ σκορπιέται.
Κι ἀντιλαλεῖ τερπνὰ-τερπνὰ
γύρω στὴν ἄφωνη τὴν πλάση,
καὶ τὸ χωριὸ γλυκοξυπνᾶ
τὴν ἅγια μέρα νὰ γιορτάσει.»
Ο Άγγελος Σικελιανός στη «Γέννηση» βλέπει στο θείο πρόσωπο της Παναγίας, που φέρει μέσα της τον Χριστό, να συγκεντρώνεται ο πόνος όλης της φύσης, τεράστιος, ανεξέλεγκτος αστείρευτος:
«[…] συχνὰ κι ἄν ὅλη φάνταζεν ἡ πλάση πὼς πονεῖ
ἀπ’ ὅλα Ἐκείνη λόγιαζε τὰ πλάσματα πὼς σ’ Ἕνα
ποτάμια οἱ πόνοι ἐτρέχανε κι ἀστείρευτοι κρουνοί,
κι ἄν ἤτανε τὰ σπλάχνα της ν’ ἀνοίξουν ματωμένα
πώς ματωμένοι θ’ ἄνοιγαν μαζί τους κι οἱ οὐρανοί.» ,
Ο Μίλτος Σαχτούρης ευαισθητοποιημένος από τη μεγάλη γιορτή της αγάπης γράφει στο ποίημά του «Χριστούγεννα 1943»:
«Οι γιορτινές μέρες πυκνοκατοικημένες
Γυναίκες αγκαλιάζουν πράσινα κλωνιά δεν κλαίνε
Κι ο γέρος εθνικός κήπος κουβαλάει στις πλάτες του
Τρεις πεθαμένους κύκνους
Και τα παιδιά πετάνε ψίχουλα στον ουρανό
Οι γιορτινές μέρες έχουν ένα λείο πρόσωπο
Έναν μικρό Χριστό στο κάθε δάκρυ της λησμονημένης
ένα αρνάκι μια σταλιά στις παγωμένες της παλάμες
ένα πουλί αστέρινο καρφίτσα στα μαλλιά της».
και ο Γιώργος Θέμελης με το ποίημα «Η Φάτνη» καθιστά σαφές ότι το μήνυμα των Χριστουγέννων είναι προσωπική υπόθεση και κατάκτησή μας:
«Μέσα μας γίνεται η Γέννηση.
Έξω στέκει το σχήμα της –
Μας φανερώνεται.
Εδώ που στήσαμε τη φάτνη,
Εδώ που κρεμάσανε το άστρο,
Είναι σα μια μεγάλη πέτρα –
Πέτρα υψηλή, μετέωρη.
Ένα πυκνό σημείο αιωνιότητας[…]».
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!