
Ουίλιαμ Σαίξπηρ: «Να τους αγαπάς όλους, να εμπιστεύεσαι λίγους, να μη βλάπτεις κανέναν»
- Παναγιώτα Απέργη - 28 Φεβρουαρίου 2024
Ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ γεννήθηκε στις 26 Απριλίου 1564, στο Στράτφορντ-απόν-Έιβον, περίπου 145 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Λονδίνου και έζησε σε μια εποχή με χαρακτηριστικά την αλληλεπίδραση νέων και παλαιών ιδεών, τους νέους κώδικες πολιτικής, τον σκεπτικισμό και τη δυσπιστία για την ανεπάρκεια της διοίκησης, την ώθηση για πρόοδο.
Ο πατέρας του, δημοτικός υπάλληλος και δικαστικός επιμελητής, ασχολήθηκε με διάφορα είδη εμπορίου, που σε κάποιες περιόδους δημιούργησαν σημαντικά οικονομικά προβλήματα στην οικογένεια. Ωστόσο, η μητέρα του, αριστοκρατικής καταγωγής και κληρονόμος γης, επέτρεψε την άνοδο της οικογένειας σε μια ανώτερη κοινωνική βαθμίδα. Ο Σαίξπηρ πήρε τη στοιχειώδη μόρφωση της εποχής, δεν προχώρησε σε πανεπιστημιακές σπουδές, αλλά αντίθετα στα 18 του χρόνια παντρεύτηκε με την Αν Χάθαγουεϊ, με την οποία απέκτησε δυο κόρες και έναν γιο, ο οποίος πέθανε γύρω στα 11 του χρόνια.
Το 1592 βρέθηκε στην πουριτανική πόλη του Λονδίνου που, αν και γενικά ήταν εχθρική προς το θέατρο, διέθετε πολλούς ευγενείς, καλούς προστάτες του δράματος και φίλους των ηθοποιών. Εκεί, ο Σαίξπηρ έζησε χωρίς την οικογένειά του, τραβώντας την προσοχή του νεαρού Χένρι Ράιοθέσλι, του 3ου κόμη του Σαουθάμπτον, στον οποίο αφιερώνει τα πρώτα του δημοσιευμένα ποιήματα και σταδιακά αποκτά σημαντικούς φίλους.

Το πώς ξεκίνησε η καριέρα του στο θέατρο είναι ασαφές, αλλά από το 1594 και μετά ήταν σημαντικό μέλος των Lord Chamberlain's Men, της εταιρείας των ηθοποιών του Λόρδου Τσάμπερλεν, την επονομαζόμενη, μετά το 1603, King's Men. Η εταιρεία ευημερούσε, γιατί είχε τον καλύτερο ηθοποιό της εποχής, τον Ρίτσαρντ Μπέρμπατζ, το καλύτερο θέατρο, το Globe και τον καλύτερο δραματουργό της εποχής, τον Σαίξπηρ.
Έτσι, ο Σαίξπηρ έγινε επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης του θεάτρου, συμμετείχε σε μια συνεταιριστική επιχείρηση και άρχισε να ευημερεί προσπαθώντας να ανακτήσει την περιουσία της οικογένειας, χάρη στην οικονομική επιτυχία των έργων του. Η επιτυχία του φαίνεται στη χορήγηση οικοσήμου στον πατέρα του, το 1596, στην αγορά, το 1597, του New Place, ενός μεγάλου σπιτιού στο Στράτφορντ και άλλων ακινήτων στην ιδιαίτερη πατρίδα του και στο Λονδίνο.
Αν και έζησε χωριστά από τη γυναίκα και τα παιδιά του, εκτός πιθανώς από κάποιες περιστασιακές επισκέψεις κατά τη διάρκεια μιας πολυάσχολης επαγγελματικής ζωής, ο Σαίξπηρ πέθανε στις 23 Απριλίου 1616 στο Στράτφορντ-απόν-Έιβον , όπου και γεννήθηκε.
Η διαθήκη του, που συντάχθηκε στις 25 Μαρτίου 1616, είναι ένα μακρύ και λεπτομερές έγγραφο, με το οποίο η μεγάλη περιουσία του δίνεται στα εγγόνια του, ενώ στη γυναίκα του μόνο ένα «δεύτερο καλύτερο κρεβάτι», χωρίς καμιά άλλη αναφορά σ’ αυτή, απόδειξη για τους μελετητές ενός απογοητευτικού γάμου.
Στην ταφόπλακα του Σαίξπηρ αντί για όνομα ήταν χαραγμένες, πιθανόν δικές του, οι φράσεις:
«Καλέ φίλε, για χάρη του Ιησού ,
Απέφυγε να σκάψεις τη σκόνη που περικλείεται εδώ.
Ευλογημένος ο άνθρωπος που λυπάται αυτές τις πέτρες,
Και ανάθεμα σ’ αυτόν που θα μετακινήσει τα κόκαλά μου.»
Η οικογένεια ή οι φίλοι του Σαίξπηρ, ωστόσο, δεν αρκέστηκαν σε μια απλή ταφόπλακα και, μέσα σε λίγα χρόνια, το 1623, ένα μνημείο ανεγέρθηκε στον τοίχο του ιερού του ναού της Αγίας Tριάδος του Στράτφορντ. Ο επιτάφιος του, γραμμένος στα λατινικά και χαραγμένος αμέσως κάτω από την προτομή, αποδίδει στον Σαίξπηρ την κοσμική σοφία του Νέστορα, την ιδιοφυΐα του Σωκράτη και την ποιητική τέχνη του Βιργίλιου.
Η μνήμη του Σαίξπηρ επιβίωσε πολύ στους θεατρικούς κύκλους της εποχής του, καθώς τα έργα του παρέμειναν ένα σημαντικό μέρος του ρεπερτορίου των King's Men μέχρι το κλείσιμο των θεάτρων, το 1642, ότανοι Πουριτανοί με τον Όλιβερ Κρόμγουελ, που πολεμούσαν τον βασιλιά Κάρολο Α’ των Στιούαρτ, απέκτησαν τον έλεγχο του Λονδίνου και της περιοχής γύρω από αυτό, κλείνοντας μέχρι το 1660 τα θέατρα, καθώς τα θεωρούσαν αμαρτωλά.

Ωστόσο, μετά το 1660, η αγγλική παλινόρθωση έφερε στον θρόνο τον Κάρολο Β', ο οποίος επέτρεψε στα θέατρα να ανοίξουν ξανά.
«Οι δειλοί πεθαίνουν πολλές φορές πριν το θάνατό τους»
Όσο κι αν επιδίωκε να πετύχει στο θέατρο, ο Σαίξπηρ φαίνεται ότι ήθελε να γίνει ποιητής, γι’ αυτό και όταν έκανε μια σύντομη παύση στη θεατρική του σταδιοδρομία, περίπου το 1592-94, καθώς η πανούκλα δεν επέτρεψε τη θεατρική δραστηριότητα, αφοσιώθηκε στη συγγραφή ποιημάτων.
Σε ό,τι αφορά τα θεατρικά του, με λίγες εξαιρέσεις, ο Σαίξπηρ δεν επινόησε τις πλοκές των έργων του, καθώς άλλοτε χρησιμοποιούσε παλιές ιστορίες, άλλες φορές πήρε υπόψη του τις ιστορίες Ιταλών συγγραφέων και τις δημοφιλείς πεζογραφίες συγχρόνων του, ενώ για τα ιστορικά του έργα πήρε πολλά στοιχεία από τον Πλούταρχο και τους Άγγλους χρονογράφους.
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1590, ο Σαίξπηρ έφερε στην τελειότητα το είδος της ρομαντικής κωμωδίας και παράλληλα με το γράψιμό τους ολοκλήρωσε τη συγγραφή κάποιων ιστορικών του έργων, ενώ στην τελευταία δεκαετία του αιώνα, στράφηκε με ακαταμάχητη ένταση στην εξερεύνηση πιο σκοτεινών ζητημάτων, όπως την εκδίκηση, τη σεξουαλική ζήλια, τη γήρανση, την κρίση της μέσης ηλικίας και τον θάνατο.
Έτσι, άρχισε να γράφει όχι μόνο τις μεγάλες του τραγωδίες, αλλά και μια ομάδα θεατρικών έργων που είναι δύσκολο να ταξινομηθούν ως προς το είδος και χαρακτηρίζονται από τους μελετητές ως «προβληματικά» έργα ή «προβληματικές» κωμωδίες.
«Δεν υπάρχει τίποτε τόσο καλό ή τόσο κακό, η σκέψη το κάνει έτσι»
Παρόλα αυτά, στις αρχές του 17ου αι., ο Σαίξπηρ συνέθεσε ρομάντζα ή τραγικοκωμωδίες, έργα που αφηγούνται ιστορίες περιπλάνησης και χωρισμού, οδηγώντας τελικά σε δακρύβρεχτη και χαρούμενη επανένωση.
Πρόκειται για έργα πλημμυρισμένα από μια γλυκόπικρη διάθεση, ολοφάνερα κατάλληλη για έναν συγγραφέα που, στις μεγάλες τραγωδίες του, έχει εξερευνήσει με μεγάλη ειλικρίνεια τα βάθη του ανθρώπινου πόνου και της υποβάθμισης του ατόμου.
Ακόμη και η γλώσσα που χρησιμοποίησε στα έργα του είναι ποιητική, παρουσιάζοντας πρόσωπα και καταστάσεις που αναγνωρίζουμε σήμερα και απεικονίζουν γνώριμες εμπειρίες, που κυμαίνονται από οικογενειακές και ερωτικές διαμάχες μέχρι σε πολέμους. Οι χαρακτήρες του έχουν μια συναισθηματική πραγματικότητα που ξεπερνά τον χρόνο και δικαιολογούν απόλυτα το γεγονός ότι τα έργα του παίζονται και διασκευάζονται σε όλο τον κόσμο υπογραμμίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο την καθολική απήχηση της αφήγησης.
Παράλληλα ο Σαίξπηρ πρόσθεσε περισσότερα από 1.700 νέες λέξεις και φράσεις στην αγγλική γλώσσα και το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει 38 θεατρικά έργα, 154 σονέτα, δύο μεγάλα αφηγηματικά και πολλά άλλα ποιήματα.
Τα άπαντα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ έχει μεταφράσει στα Ελληνικά ο Βασίλης Ρώτας, ορισμένα σε συνεργασία με τη Βούλα Δαμιανάκου.