
Νίκος Καζαντζάκης: Ένας πρωτεϊκός και πολυδιάστατος λογοτέχνης
- Αντώνης Απέργης - 18 Φεβρουαρίου 2022
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε το 1883 στο τουρκοκρατούμενο Μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο) και, στα έξι του χρόνια, γνώρισε τη ζωή της προσφυγιάς, εξαιτίας της επανάστασης του 1889, οπότε η οικογένειά του κατέφυγε στον Πειραιά. Το φθινόπωρο του 1902 πήγε στην Αθήνα για σπουδές στη Νομική και, αφού πήρε με άριστα το δίπλωμα του διδάκτορα στη σχολή, έφυγε στο Παρίσι για μεταπτυχιακές σπουδές.
Παράλληλα παρακολούθησε τις παραδόσεις του φιλόσοφου Ανρί Μπερξόν, ενώ εξοικειώθηκε με τη φιλοσοφία του Νίτσε και εκπόνησε τη διατριβή του με τίτλο «ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του δικαίου και της πολιτείας». Όταν γύρισε στην Ελλάδα συνεργάστηκε για ένα διάστημα με την εφημερίδα «Ακρόπολις» και δημοσίευσε σε περιοδικά, ιδιαίτερα στον πρωτοποριακό «Νουμά», μελέτες ποικίλου περιεχομένου και λογοτεχνήματα. Η πρώτη εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα έγινε με το μυθιστόρημα «Όφις και Κρίνο».

Παρά την αναβίωση των μεγαλοϊδεατικών οραμάτων που κυριαρχούσε στην Ελλάδα, ο Καζαντζάκης προσπαθούσε να οργανώσει τη ζωή του κατά τα συνηθισμένα πρότυπα, υπηρετώντας, αρχικά, στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο, ως εθελοντής αποσπασμένος στο ιδιαίτερο γραφείο του Ελευθέριου Βενιζέλου και, στη συνέχεια, πρωτοστατώντας ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, μέσω του οποίου συνδέθηκε φιλικά με τον Άγγελο Σικελιανό, μια φιλική σχέση η οποία διατηρήθηκε μέχρι το τέλος της ζωής του. Μάλιστα προτάθηκαν μαζί, από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Μάλιστα, ο Καζαντζάκης προτάθηκε άλλες δυο φορές, το 1952 και το 1953, για Νόμπελ, από την Νορβηγική Εταιρεία Λογοτεχνών, χωρίς ποτέ να το κερδίσει.
«Η ευτυχία είναι ένα κατοικίδιο πουλί στην αυλή μας»
Τις εμπειρίες που αποκόμισε από τη θέση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως, με σκοπό τον επαναπατρισμό των Ελλήνων του Καυκάσου, από τον Βενιζέλο, τις αξιοποίησε αργότερα στο μυθιστόρημά του «ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 και τη δολοφονία του φίλου του, Ίωνα Δραγούμη, έφυγε στη Γερμανία, όπου άρχισε να δουλεύει την «Ασκητική», ενώ ήρθε σε επαφή με τις θεωρίες του Λένιν.
Ο Καζαντζάκης είχε αυτήν την « ακόρεστη πνευματική λαιμαργία, που χαρακτήριζε τη γενιά του», όπως έλεγε ο ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας Κ.Θ.Δημαράς. Οι γνώσεις του στα πιο διαφορετικά θέματα ήταν απεριόριστες, καθώς και η γνώση πολλών ξένων γλωσσών, σημαντικό ρόλο στις οποίες έπαιξαν και τα πολλά ταξίδια που έκανε σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Μάλιστα, μετά από κάθε ταξίδι του, τις εμπειρίες, τις ιδέες και τις εικόνες που κρατούσε τις ενσωμάτωνε στην επεξεργασία της Οδύσσειας, ενός επικού ποιήματος, που ολοκληρώθηκε το 1938, και αποτελούνταν από 33.333 δεκαεφτασύλλαβους στίχους και 24 ραψωδίες. Φυσικά, ο συγκεκριμένος αριθμός δεν ήταν τυχαίος, καθώς ο Καζαντζάκης θεωρούσε το 3 γούρικο αριθμό.
Εκτός από την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, εργάστηκε ως δημοσιογράφος και ανταποκριτής εφημερίδων. Στο πλαίσιο αυτό, πήρε συνέντευξη από τον δικτάτορα της Ισπανίας Πρίμο ντε Ριβέρα και, το 1929, από τον Μπενίτο Μουσολίνι.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα έγραφε σενάρια για τον κινηματογράφο και ποίηση, μετέφραζε σημαντικά λογοτεχνικά κείμενα των: Δάντη, τον οποίο στα ημερολόγια του χαρακτηρίζει , ως «έναν από τους δασκάλους του, μαζί με τον Όμηρο και τον Μπερξόν», Κοκτώ, Σαίξπηρ, Πιραντέλο, Γκαίτε και παιδικά αναγνώσματα.
«Όποιος δέχεται από ξένα χέρια τη λευτεριά, είναι σκλάβος»
Σε ένα ταξίδι του στη Μόσχα, προσκαλεσμένος από τη Σοβιετική κυβέρνηση γνώρισε τον Ελληνορουμάνο λογοτέχνη Παναΐτ Ιστράτι, στο πρόσωπο του οποίου πίστεψε ότι βρήκε έναν ακόμη πνευματικό σύντροφο και επιστρέφοντας μαζί του στην Ελλάδα σχεδίασε μια κοινή πολιτική και συγγραφική δράση.
Από την εγκατάστασή του στην Αντίμπ της Γαλλίας, το 1946, άρχισε μια νέα περίοδος στην πνευματική του ζωή, που την χαρακτηρίζει μια σειρά μεγάλων έργων, όπως ο «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», ο «Καπετάν Μιχάλης», «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Ο φτωχούλης του Θεού», «Ο τελευταίος πειρασμός», αλλά και κάποια που εκδόθηκαν μετά το θάνατο του όπως τα: «Αναφορά στον Γκρέκο», «Τερσίνες», «Ο Βραχόκηπος» και το «Συμπόσιο».
Ορισμένα από τα έργα του Καζαντζάκη έκαναν μεγάλη εντύπωση ιδιαίτερα στο εξωτερικό, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του έργου του μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες.
«Να ξέραμε αφεντικό τι λένε οι πέτρες, τα λουλούδια, η βροχή!»
«Ο κόσμος του γράφει είναι καμωμένος από τα πιο ετερόκλητα υλικά, από τον πιο πρωτόγονο μυστικισμό ως τις πιο εξελεγμένες ρεαλιστικές εκδηλώσεις. Την ενότητά του την παίρνει αυτός ο κόσμος όχι από την ανύπαρκτη οργανική ομοιογένεια των υλικών, όσο από τον παλμό του ίδιου του δημιουργού», έγραψε στην « Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» ο Κ.Θ.Δημαράς.

Το 1954, η Ιερά Σύνοδος με έγγραφό της ζήτησε από την κυβέρνηση την απαγόρευση της κυκλοφορίας των βιβλίων του Νίκου Καζαντζάκη. Τότε, ο ίδιος ο λογοτέχνης, απαντώντας στις απειλές της εκκλησίας για αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του: «μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή. Σας εύχομαι να’ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο και η δική μου και να 'στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ». Τελικά ο Καζαντζάκης απέφυγε τον αφορισμό, αλλά η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδας τον καταράστηκε.
Από το 1951 η υγεία του άρχισε να κλονίζεται, ενώ κάποια στιγμή έχασε το δεξί του μάτι. Κατά καιρούς εισαγόταν στο νοσοκομείο, για να αντιμετωπίσει τη λευχαιμία που τον ταλαιπωρούσε και, τελικά, στις 26 Οκτωβρίου 1957 «κατέληξε» στο νοσοκομείο του Φράιμπουργκ της Γερμανίας. Η ταφή του έγινε στο Ηράκλειο, στον Προμαχώνα Μαρτινέγκο, στα βενετσιάνικα τείχη, χωρίς την παρουσία ιερέων. Στον τάφο του δεσπόζει ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός από ακατέργαστους κορμούς και η επιγραφή «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος».