Μενέλαος Λουντέμης: «Ν’ αγαπάς, όπως πρέπει να αγαπηθούν μια μέρα όλοι οι άνθρωποι»
- Παναγιώτα Απέργη - 14 Ιανουαρίου 2023
Ο Μενέλαος Λουντέμης, κατά κόσμον Δημήτριος Μπαλάσογλου ή Βαλασιάδης, γεννήθηκε στην Αγία Κυριακή της Μικράς Ασίας και εγκαταστάθηκε στο χωριό Εξαπλάτανος της Έδεσσας, το 1923.
Από μικρή ηλικία εργάστηκε σε διάφορα πόστα, ενώ η στράτευσή του στην Αριστερά τού στοίχισε την εκπαίδευση, καθώς αποβλήθηκε απ' όλα τα γυμνάσια της χώρας.
Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1927, δημοσιεύοντας ποιήματα σε τοπικές εφημερίδες, ενώ ποιήματα και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία», το 1930. Λίγο χρόνια αργότερα, το 1934 έγραψε ως Μενέλαος Λουντέμης το διήγημά του «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια».
Όταν ήρθε στην Αθήνα, γνωρίστηκε με διακεκριμένους ομοτέχνους του, όπως τους Κώστα Βάρναλη, Άγγελο Σικελιανό και Μιλτιάδη Μαλακάση, ενώ συνδέθηκε με στενή φιλία με τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Δημήτρη Βέη, ο οποίος του επέτρεψε να παρακολουθεί τις παραδόσεις του, αφού ο Λουντέμης δεν μπορούσε να σπουδάσει, δεδομένου ότι δεν είχε τελειώσει το γυμνάσιο.
Την περίοδο της Κατοχής, εντάχθηκε στο ΕΑΜ, ενώ κατά τον Εμφύλιο συνελήφθηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο, ποινή που μετατράπηκε τελικά σε πολυετή εξορία. Στη δίκη, που πραγματοποιήθηκε το 1956 επιφανείς προσωπικότητες των Γραμμάτων στάθηκαν στο πλάι του, επισημαίνοντας ότι το βιβλίο «Βουρκωμένες μέρες», για το οποίο κατηγορήθηκε, θίγει την έννοια του κράτους και κλονίζει την εμπιστοσύνη του λαού στη Δικαιοσύνη, ήταν ένα έργο, γεμάτο αγάπη για τον άνθρωπο και πίστη για ένα καλύτερο μέλλον.
Όταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου του είπε ότι θα έπρεπε να είχε κάνει δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ, ο Λουντέμης απάντησε: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ».
Μετά τη δίκη όλα του τα έργα απαγορεύτηκαν και, αργότερα, έχασε την ελληνική ιθαγένεια από τη Χούντα. Στη Ρουμανία, όπου εκπατρίστηκε, συνέχισε το συγγραφικό του έργο και λίγα χρόνια μετά άφησε την τελευταία του πνοή στις 22 Ιανουαρίου 1977.
Ο Μενέλαος Λουντέμης μέσα από τα έργα του:
[...]«Τι παράξενο πράμα που είναι το κρασί, Νίνα. Το κατεβάζεις ήσυχος και σίγουρος πως πάει στο στομάχι σου κι αυτό παίρνει ανάποδο δρόμο. Ανεβαίνει στο κεφάλι σου, σ’ το χαλάει και χάνεις τον τρόπο να βρίσκεις τα λόγια σου» «Μα τι τα συλλογίζομαι όλα τούτα τα θλιβερά; Το πρωί είναι τόσο αχνό… Καλημέρα, έρωτα…». Εδώ το τελείωνα. Ακριβώς πάνω σ’ αυτή τη λέξη. [...]
(από τη συλλογή διηγημάτων Τα πλοία δεν άραξαν)
[…] Τούτες οι κολόνες κρατούσαν στα κεφάλια τους τον ουρανό της σοφίας! Ύστερα οι Έλληνες μπούχτισαν, μέθυσαν απ' τη γνώση και τη λάμψη και τα 'σπασαν όλα, τα 'καναν συντρίμματα! Απ' την πολλή λάμψη τυφλώθηκαν.
Αν θέλεις να δεις Μυκήνες, φλογερέ προσκυνητή, σκύψε. Η πόλη είναι βουλιαγμένη. Η Μυκήνα είναι υπογειούπολη. Ευλογία στα χώματα που τη φύλαξαν απ' τους ανθρώπους της κι απ' τη μανία της καταστροφής τους. [...]
(από το μυθιστόρημα Έκσταση)
[...] Ευχαριστώ κι εγώ, Μπίθρο… Ευχαριστώ πολύ, βαθιά, κι εγώ… ο Μέλιος… ο άντρας… το παιδί… ο άνθρωπος… Ευχαριστώ, που μπορείς να διαβάζεις πιο βαθιά απ’ όλους τους σοφούς… Να γελάς πιο πλούσια απ’ όλους τους ευτυχισμένους… Να κλαις πιο αληθινά απ’ όλους τους λυπημένους. Και ν’ αγαπάς, Μπίθρο… Ν’ αγαπάς, όπως πρέπει να αγαπηθούν μια μέρα… όλοι οι άνθρωποι. Αμήν!
(από το μυθιστόρημα Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα)
[...]Ξέρετε ποια είναι η αφορμή της οικονομικής κρίσης; Θα γελάσετε. Η αφθονία. Μάλιστα. Βουνά μαζεύτηκαν τα αγαθά κι οι άνθρωποι πεθαίνουν απ' την πείνα. Στη Βραζιλία ρίχνουν τον καφέ στα ποτάμια. Στον Καναδά και στην Αμερική καίνε ολόκληρα βουνά από σιτάρι... Πώς μπορείς να ζεις σ' έναν κόσμο με τόσην αδικία και να μην το ξεφωνίζεις κάθε ώρα, κάθε μέρα;... Φυσικά, αν θέλεις, μπορείς να μείνεις ήσυχος. Να κοιτάξεις τον εαυτούλη σου. Μα τότε, πώς θα 'χεις το δικαίωμα να λέγεσαι άνθρωπος;»[...]
(από το μυθιστόρημα Κάτω απ' τα κάστρα της ελπίδας
[...] Είναι κάτι μοναδικές στιγμές, που η γλώσσα είναι φτωχή, τα λόγια άχρηστα… κι ίσα ίσα τότε που θέλεις να πεις τα πιο πολλά. Τότε ο άνθρωπος τραγουδάει ή παραμιλά… Μα ούτε κι αυτό είναι αρκετό. Στο τέλος λύνεται στο κλάμα… Και τότε μπορεί να μην τα λέει όλα… λέει όμως αρκετά… [...]
(από το μυθιστόρημα Οι κερασιές θ' ανθίσουν και φέτος)
[...]Ήταν μια εποχή που oι θεοί κάνανε τις αμαρτίες μοναχοί τους και δε βάζανε ανθρώπους να τις κάνουνε και κατόπι να βγούνε και να τους κατηγορήσουνε. Βολικοί κι αθώοι καιροί… Για να πάει κανείς να σκοτώσει έναν που ήταν μακριά, ήθελε μια ολόκληρη ζωή, γι’ αυτό το ανέβαλλε. Τώρα σημαδεύεις εδώ και σκοτώνεις στην άλλη άκρη του κόσμου. Ο θάνατος έγινε εύκολος. Μα από τότε που άρχισε να γίνεται εύκολος ο θάνατος, έγινε δύσκολη η ζωή. Ας είναι… [...]
(από το μυθιστόρημα Όδός Αβύσσου αριθμός 0)
[...] Και κατάλαβε ακόμη και κάτι άλλο – με πολλή λύπη: Πως άδικα είχε ελπίσει να περάσει τη ζωή του χωρίς να μισήσει κανέναν. Κατάλαβε πως δεν θα τον άφηναν. Ήταν κάποιοι που δεν ήθελαν τον κόσμο ήμερο. Που βάζα όλα τους τα δυνατά για να μισηθούν οι άνθρωποι κι ότι απ’ αυτό έβγαζαν λεφτά, είχαν συμφέρον […]
Και τότε ο Μίλτος κατάλαβε ότι δεν αρκούσε να γεμίσει ένας άνθρωπος το σπίτι του με αγάπη. Έπρεπε και να καθίσει σκοπός να τη φυλάει. Γιατί ο κόσμος αυτός είχε γεμίσει από κλέφτες της αγάπης που δεν τους κυνηγούσανε οι χωροφύλακες, μα που ίσα ίσα τους βοηθούσαν στο κλέψιμο. Σκληροί νόμοι… για ένα μαλακό παιδί, που, δεν γινόταν αλλιώς, για να τους πολεμήσει θα ’πρεπε κι ίδιος να σκληρύνει.[...]
(από το μυθιστόρημα Το ρολόι του κόσμου χτυπά μεσάνυχτα)
[...] Το αυτοκίνητο έβαλε μπρος και γύρισε να κάνει τη στροφή για να με πάρει. Ένα σκυλάκι ήρθε κι έγλυφε τα αίματά μου.
- Κι εσύ;… του λέω. Κι εσύ ακόμη;
Ένας το κλότσησε κι εκείνο έκλαψε.
- Μη! ξεφώνισα… Μη! Μην το πονάτε!
Καλά ντε! Δεν κλοτσήσαμε εσένα. Το σκυλί κλοτσήσαμε.
- Το ίδιο είναι… Ακούς; Το ίδιο! Το ίδιο… το ίδιο…
(από το μυθιστόρημα Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους)