Τζέιν Όστεν: H σπουδαία συγγραφέας που άλλαξε την αγγλική λογοτεχνία
- Παναγιώτα Απέργη - 4 Ιουλίου 2024
Η Τζέιν Όστεν γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1775 και μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον από το οποίο δεν έλειπε η ενασχόληση με τις Τέχνες και τη λογοτεχνία. Κι αυτό γιατί ο πατέρας της, ο αιδεσιμότατος Τζορτζ Όστεν, ένας καλλιεργημένος άνθρωπος, της εμφύσησε την αγάπη για τη γλώσσα και τον γραπτό λόγο, φέρνοντάς τη σε επαφή με τα έργα στοχαστών και δραματουργών της εποχής, που άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι τους στη συγγραφική της ταυτότητα.
Ήδη από πολύ μικρή, η Όστεν έβρισκε καταφύγιο τόσο στη βιβλιοθήκη του πατέρα της όσο και σε αυτήν ενός οικογενειακού φίλου, ενώ άρχισε να γράφει ποιήματα και ιστορίες για να διασκεδάζει τους δικούς της από την ηλικία των 11 χρόνων. Μάλιστα, ο πατέρας της την παρότρυνε να πειραματιστεί στον τρόπο γραφής, αγοράζοντας της ακριβό χαρτί και υλικά για να γράφει.
Ξεκινώντας να εξασκείται σε διάφορες λογοτεχνικές μορφές, συνέγραψε το πρώτο της έργο σε επιστολική μορφή, που αποτελούνταν από είκοσι εννιά κείμενα σε τρία δεμένα τετράδια, όπου περιέχεται, μεταξύ άλλων, το «Αγάπη και Φιλία», μια νεανική ιστορία, την «Ιστορία της Αγγλίας», αλλά και ένα χειρόγραφο τριάντα τεσσάρων σελίδων συνοδευόμενο από δεκατρείς μινιατούρες ακουαρέλας, που σχεδίασε η αδελφή της.
Ωστόσο, τα σπουδαιότερα και πιο διάσημα έργα της τα έγραψε αφού μετακόμισε με την οικογένειά της στο Τσότον, λίγο καιρό με τον θάνατο του πατέρα της.
Πηγαίνοντας κόντρα στα στερεότυπα της εποχής, άρχισε να εκδίδει τα έργα της, αρχικά, ανώνυμα, ως «γραμμένα από μια κυρία», με το όνομά της να γνωστοποιείται στο ευρύτερο κοινό από τον αδελφό της Χένρι, ο οποίος επιμελήθηκε τα μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό της.
Κατά τη διάρκεια της ζωής της εκδόθηκαν τέσσερα μυθιστορήματα και, συγκεκριμένα, τα «Λογική και ευαισθησία», «Υπερηφάνεια και προκατάληψη», «Μάνσφιλντ Παρκ» και «Έμμα», τα οποία διαβάζονταν μανιωδώς από το κοινό και δέχονταν καλές κριτικές, ακόμη και από ομοτέχνους της, όπως οι Γουόλτερ Σκοτ, Τόμας Μακόλει και Γκίλμπερτ Τσέστερτον.
Δύο ακόμη μυθιστορήματα, το «Πειθώ» και το «Νορθάνγκερ Άμπει» εκδόθηκαν μετά το θάνατό της, ενώ το «Σάντιτον», που αποτελεί το κύκνειο άσμα της, αφού το έγραψε λίγο πριν πεθάνει, εκδόθηκε το 1925, 108 χρόνια μετά τον θάνατό της.
Το ταλέντο της Όστιν στη δημιουργία ολοκληρωμένων και πειστικών ηρώων υπήρξε αδιαμφισβήτητο, καθώς τα μυθιστορήματά της χαρακτηρίζονται από τη διεισδυτική ματιά της στο κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής, στο οποίο ασκούσε αιχμηρή – μα δίκαιη – κριτική διανθισμένη με λεπτή ειρωνεία και χιούμορ, θίγοντας ακόμη και το ζήτημα της θέσης της γυναίκας στη γεωργιανή εποχή.
Οι ηρωίδες της Όστεν είναι πάντα ασυμβίβαστες και ασυνήθιστες για την εποχή και την κοινωνία στην οποία ζουν, αν και η συγγραφέας δεν τις παρουσιάζει με δυστοπική χροιά, τουναντίον τις παρουσιάζει να εξαρτώνται από τον γάμο για την οικονομική και την κοινωνική τους εξασφάλιση. Προσπαθώντας να καυτηριάσει την κοινωνική αυτή διαστρωμάτωση, επιλέγει να εμβαθύνει στις αδικίες του οικονομικού συστήματος, που εξωθούσε τις γυναίκες στην «αγορά» γάμου για την επιδίωξη μιας ευνοϊκής κοινωνικής και οικονομικής θέσης.
Σε όλα της τα έργα, η Όστεν επιλέγει να αντιταχθεί στον καθαρό ρομαντισμό που εξυμνούσε ο 18ος αιώνας, καλλιεργώντας πάθη, ανισότητες και προκαταλήψεις, με την αγγλική λογοτεχνία να εγκαταλείπει τα συναισθηματικά μυθιστορήματα του 18ου αιώνα και να στρέφεται στον ρεαλισμό του 19ου.
Μέχρι σήμερα, τα έργα της, που έχουν συνεισφέρει τα μέγιστα στην καθιέρωση και ανάπτυξη του σύγχρονου μυθιστορήματος, εξακολουθούν να επανεκδίδονται και να διαβάζονται από αναγνώστες διαφορετικών ηλικιών, γνωρίζοντας αρκετές διασκευές και μεταφορές στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη.
Μάλιστα, η Όστεν συμπεριλαμβάνεται στους 100 πιο επιδραστικούς Βρετανούς όλων των εποχών, ενώ το πρόσωπό της απεικονίζεται σε χαρτονόμισμα των 10 λιρών της Τράπεζας της Αγγλίας. Παράλληλα, το εξοχικό σπίτι στο Τσότον, που πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της και έγραψε τα περισσότερα από τα μυθιστορήματά της, δέχεται χιλιάδες ανθρώπους κάθε χρόνο, καθώς από το 1949 έχει μετατραπεί σε μουσείο.
Η αγαπημένη συγγραφέας έφυγε από τη ζωή, στις 18 Ιουλίου 1817, σε ηλικία 41 ετών, με τις συνθήκες θανάτου της να παραμένουν ένα μυστήριο. Αρκετοί μελετητές υποστηρίζουν ότι τα πρώτα σημάδια της νόσου, την οποία άλλοι χαρακτηρίζουν ως νόσο Addison κι άλλοι ως λέμφωμα Hodgkin εμφανίστηκαν του πρώτους μήνες του 1817, ενώ η ίδια η Όστεν σε σημειώματά της σχολιάζει ότι υποτιμούσε την κατάστασή της, που σταδιακά την καθήλωσε στο κρεβάτι, λόγω αδυναμίας στο περπάτημα και βασανιστικών πόνων.
Στην προσωπική της ζωή, όπως πληροφορούμαστε από τις επιστολές της προς την αδελφή της, την Κασσάνδρα, η Όστεν δεν παντρεύτηκε ποτέ, παραμένοντας μέχρι τέλους πιστή στον έρωτά της για έναν δικηγόρο και πολιτικό, ονόματι Τομ Λεφρόι, τον οποίο γνώρισε τον Δεκέμβριο του 1795. Μάλιστα, η Όστεν έκανε λόγο για έναν «τζέντλεμαν, εμφανίσιμο και ευχάριστο νεαρό», στον οποίο «θα εμπιστευόταν τον εαυτό της στο μέλλον».
Ωστόσο, μια βδομάδα αργότερα, η Όστεν πληροφόρησε την αδελφή της – σε ένα αρκετά συναισθηματικό γράμμα - ότι ο Λεφρόι θα παντρευόταν μια νεαρή, η οποία ήταν αδελφή ενός φίλου του από το κολέγιο και πλούσια.
Πράγματι, το 1799, ο Λεφρόι παντρεύτηκε τη Μαίρη Πολ, με την οποία απέκτησε οκτώ παιδιά. Ένα χρόνο μετά τον θάνατό του, το 1869, ένας από τους ανιψιούς του έγραψε ότι ο θείος του τού είπε ότι ήταν ερωτευμένος με Όστεν, αν και περιόρισε την ομολογία του, λέγοντας ότι επρόκειτο για μια μάλλον νεανική αγάπη.