
Ημέρα της Γυναίκας: Η γυναίκα μούσα κάθε καλλιτέχνη
- Παναγιώτα Απέργη - 8 Μαρτίου 2022
To πλήθος των λευκοντυμένων γυναικών διαλύθηκε βίαια από την αστυνομία, αλλά το εργατικό κίνημα είχε ήδη γεννηθεί. Δύο χρόνια αργότερα, οι γυναίκες που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις οργάνωσαν το πρώτο εργατικό σωματείο γυναικών και συνέχισαν τον αγώνα για τη χειραφέτηση τους, με την εκβιομηχάνιση, τη πληθυσμιακή έκρηξη και τις ριζοσπαστικές ιδεολογίες των τελών του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα να τις βοηθούν να αντιδράσουν στους περιορισμούς που επιβάλλονταν, στις σπουδές, την εργασία, την κοινωνική θέση και τον γάμο.
Παρόλα αυτά, εκδηλώσεις γυναικείων αντιδράσεων ενάντια στην καταπίεση που βίωναν διαχρονικά, ξεκίνησαν ήδη κατά την περίοδο του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, όπου γυναίκες και άντρες ζητούσαν «ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα» στις Βερσαλλίες. Το 1908, στη δεύτερη μεγάλη μακροχρόνια απεργιακή κινητοποίηση, που κράτησε δεκατρείς βδομάδες, συμμετείχαν περισσότερες από 20.000 εργάτριες, ζητώντας λιγότερες ώρες εργασίας, καλύτερους μισθούς και δικαίωμα ψήφους, με σύνθημα «ψωμί και τριαντάφυλλα», με το ψωμί να συμβολίζει την οικονομική ασφάλεια και τα τριαντάφυλλα την καλύτερη ποιότητα ζωής.

Στην Ελλάδα η πρώτη απεργία εργατριών έγινε στις 13 Απριλίου του 1892 στον Πειραιά, στο εργοστάσιο υφαντουργίας των αδελφών Ρετσίνα, όταν η συγκεκριμένη υφαντουργία αποφάσισε να προβεί σε μειώσεις μισθών στις γυναίκες, από 80 σε 60 λεπτά της δραχμής.
Ωστόσο, για πρώτη φορά η ημέρα της γυναίκας γιορτάστηκε το 1909, με πρωτοβουλία του Σοσιαλιστικού Κόμματος των ΗΠΑ, και υιοθετήθηκε το 1910 από τη Σοσιαλιστική Διεθνή, μετά από πρόταση της Γερμανίδας σοσιαλίστριας Κλάρα Ζέτκιν. Το 1977, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών όρισε επίσημα την 8η Μαρτίου ως Παγκόσμια Ημέρα για τα δικαιώματα της Γυναίκας και τη Διεθνή Ειρήνη.
Παρά την αρχική σημασία της γιορτής, που ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τον αγώνα για κατάλυση των περιορισμών και των αυθαιρεσιών σε εργασιακό και κοινωνικό επίπεδο, στις μέρες μας έχει χάσει το πολιτικό και κοινωνικό της μήνυμα και έχει αλλοτριωθεί, αποκτώντας έναν βαθιά εμπορευματοποιημένο χαρακτήρα.
Η γυναίκα ήταν ανέκαθεν μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης πολλών μεγάλων καλλιτεχνών, με σπουδαίους, μάλιστα, Έλληνες ποιητές να έχουν συνθέσει στιχουργήματα που κατακλύζονται από θαυμασμό, αγάπη και κάθε άλλο τρυφερό συναίσθημα για τη γυναικεία μορφή.
Μερικοί από αυτούς τους στίχους είναι:
Οδυσσέας Ελύτης, Ελένη
Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπώρου ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως
Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη
Που δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα
του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο
Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ’ άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα
και λόγια
Λόγια όχι σαν τ’ άλλα μα κι αυτά μ’ ένα μοναδικό τους προορισμόν:
Εσένα!

Νίκος Καββαδίας, Γυναίκα
Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.
Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες στου Giorgione το αργαστήρι.
Πέτρα θα του 'ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου 'φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.
Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.
Νικηφόρος Βρεττάκος, Ανεπίδοτο γράμμα
μοναχή της, γιομάτη κουβέντες. Κοίταξα γύρω μου, μα όχι
δεν ήσουν.
Δεν ήσουν αγάπη μου. Αν ήσουνα πλάι μου
θα σου τα ’λεγα όλα. Μέσα στο αίμα μου,
ξέρεις, θα σου ’λεγα, ταξιδεύουν αστέρια.
Με γαλούχησε η νύχτα που απλώνεται πάνω μας.
Και συ θα με πίστευες. Μη μου τρέμεις,
θα σου ’λεγα. Μου ’μεινε το φεγγάρι, καρδούλα μου.
Μου ’μεινε αυτός ο πατέρας, ο γιομάτος από φίλους κι αδέλφια μου,
και μου ’μεινε αυτός ο μεγάλος αγέρας
που φυσάει και κουνάει εδώ πάνω σαν έναν
πολυέλαιο απ’ άστρα και τραγούδια τα σπλάχνα μου.
Δε μου πήρανε τίποτα. Μου ’μεινε
της ψυχής μου η δροσιά.
Μη φοβάσαι καρδούλα μου.
Κι εσύ θα με πίστευες.

Τάσος Λειβαδίτης, Μια γυναίκα
Ακόμα και το πρόσωπό της
Πασχίζω να θυμηθώ –τίποτα.
Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά
Που είναι κάτι περισσότερο
Κι απ’ την ανάμνησή της.
Που είναι αυτή ολόκληρη μέσα μου.
Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ’ την πόρτα σου
Εσύ θα ξέρεις
Πως πέθανε σφαγμένος απ’ τα μαχαίρια των φιλιών
Που ονειρευότανε για σένα.
Νίκος Εγγονόπουλος, Ύμνος δοξαστικός για τις γυναίκες π’ αγαπούμε
(μόνος σκοπός
προορισμός
των ωραίων καραβιών μας)
τα μάτια τους
είν᾿ οι κυματοθραύστες
οι ώμοι τους είν᾿ ο σηματοφόρος
της χαράς
οι μηροί τους
σειρά αμφορείς στις προκυμαίες
τα πόδια τους
οι στοργικοί
μας
φάροι
- οι νοσταλγοί τις ονομάζουν Κ α τ ε ρ ί ν α -
είναι τα κύματά τους
οι υπέροχες θωπείες
οι Σειρήνες
τους δεν μας γελούν
μόνε
μας
δείχνουνε το δρόμο
- φιλικές -
προς τα λιμάνια: τις γυναίκες που αγαπούμε
έχουνε οι γυναίκες π᾿ αγαπούμε θεία την ουσία
κι όταν σφιχτά στην αγκαλιά μας
τις κρατούμε
με τους θεούς κι εμείς γινόμαστ᾿ όμοιοι
στηνόμαστε ορθοί σαν άγριοι πύργοι
τίποτε δεν είν᾿ πια δυνατό να μας κλονίση
με τα λευκά τους χέρια
αυτές
γύρω μας γαντζώνουν
κι έρχονται όλοι οι λαοί
τα έθνη
και μας προσκυνούνε
φωνάζουν
αθάνατο
στους αιώνες
τ᾿ όνομά μας
γιατί οι γυναίκες π᾿ αγαπούμε
την μεταδίνουν
και σ᾿ εμάς
αυτή
τη θεία τους
ουσία.