Χάινριχ Μπελ: ο αντιφρονούντας ουμανιστής συγγραφέας
- Παναγιώτα Απέργη - 13 Μαΐου 2020
Γεννημένος στις 21 Δεκεμβρίου 1917 στην Κολωνία της Γερμανίας, ο Χάινριχ Μπελ προερχόταν από μια καθολική, αλλά αρκετά προοδευτική και δημοκρατική οικογένεια, η οποία διακατεχόταν από βαθιά αντιεθνικιστικές και αντιναζιστικές αντιλήψεις, τις οποίες ασπάστηκε και ο ίδιος, χωρίς να τις εγκαταλείψει ποτέ.
Αναπολώντας τη μητέρα του, έλεγε «η μητέρα μου διέθετε αρετές που είναι πολύ σπάνιο να δει κανείς συγκεντρωμένες: εξυπνάδα, αφέλεια, χαρακτήρα, ένστικτο και αίσθηση του χιούμορ. Εκείνη μου έμαθε να μισώ τους ναζί και ειδικά τους αστούς περιποιημένους ναζί, εκείνους που δεν λερώνουν τα χέρια ούτε τα ρούχα τους».
Αν και νεαρός, ο Μπελ ήταν από τους λίγους που αρνήθηκε να ενταχθεί στη Χιτλερική Νεολαία και αμέσως μετά τις εγκύκλιες σπουδές του γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας, για να σπουδάσει Γερμανική Φιλολογία.
Σε ηλικία είκοσι ενός ετών, κατετάγη υποχρεωτικά στη Βέρμαχτ, τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, όπου και υπηρέτησε για έξι χρόνια ως στρατιώτης και δεκανέας, ενώ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου πολέμησε στα Βαλκάνια, στο ρωσικό και το δυτικό μέτωπο. Ο πόλεμος δεν τον άφησε αλώβητο, καθώς τραυματίστηκε τέσσερις φορές, προσβλήθηκε από τυφοειδή πυρετό, ενώ τον Απρίλιο του 1945 συνελήφθη από τους Αμερικανούς και φυλακίστηκε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων.
Τα βιώματά του από τα χρόνια του πολέμου αποτυπώνονται αρκετά ανάγλυφα στο έργο του, με τον ίδιο να σημειώνει: «[...]από την τρομερή μοίρα να είσαι στρατιώτης και να πρέπει να εύχεσαι να μπορούσε να χαθεί ο πόλεμος» . Χαρακτηριστικά, στις πρώτες νουβέλες του «Το τρένο ήρθε στην ώρα του» και «Εσύ Αδάμ, πού ήσουν;», που εκδόθηκαν το 1949 και το 1951 αντίστοιχα, περιγράφει την άθλια και ανέλπιδη ζωή των στρατιωτών.
Μετά την απελευθέρωσή του, επέστρεψε στην Κολωνία, όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα, αρχικά εργαζόμενος στο οικογενειακό επιπλοποιείο και στη συνέχεια στη δημοτική στατιστική υπηρεσία, με τις δυο δουλειές να μην τον ικανοποιούν στο ελάχιστο και να τον ωθούν να στραφεί προς τη συγγραφή, στην οποία, όπως αποδείχθηκε, είχε έφεση.
Τα πρώτα του έργα εκδόθηκαν το 1947 και έγιναν πολύ σύντομα αγαπητά στο γερμανικό αναγνωστικό κοινό της πατρίδας του.
Από τη δεκαετία του 1950, συνδέθηκε με σημαντικούς Ευρωπαίους διανοούμενους της αριστεράς και της ιδεολογικής αναρχίας, όπως ο Αλμπέρ Καμί, ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, ο Πικάσο κ.ά., με τους οποίους θα παρέμβει στοχευμένα για μείζονα ζητήματα της εποχής τους, με χαρακτηριστικότερο όλων την απειλή της πυρηνικής καταστροφής.
Η καθολική αναγνώρισή του εκτός της Δυτικής Γερμανίας θα γίνει με το μυθιστόρημα «Οι απόψεις ενός κλόουν, όπου ο βασικός ήρωας είναι ένας ξεπεσμένος άνθρωπος, έρμαιο του πάθους για το αλκοόλ, ο οποίος από αναγνωρισμένος και καλά αμειβόμενος καλλιτέχνης καταλήγει να είναι ένας ζητιάνος και πλανόδιος μουσικός. Παρά την αγάπη και την αναγνώριση που του έφερε το βιβλίο, δεν έλειψαν οι δριμιές και αρνητικές κριτικές, οι οποίες έφεραν τη σφραγίδα της Καθολικής Εκκλησίας, γεγονός που οφειλόταν στις απόψεις του για τα εκκλησιαστικά και κοινωνικά ζητήματα, που προκάλεσαν και την οργή των συντηρητικών κύκλων της Δυτικής Γερμανίας.
Ήταν οι ίδιοι κύκλοι που λίγο καιρό αργότερα, θα τον κατηγορούσαν ως φίλα προσκείμενο προς την τρομοκρατία, με αφορμή τις δράσεις της Φράξιας Κόκκινος Στρατός, ευρύτερα γνωστής ως Μπάαντερ-Μάινχοφ και που θα του ασκούσαν κριτική ακόμη και για τη βράβευσή του με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1972, δηλώνοντας πως «μόνο φιλελεύθεροι και αριστεροί παίρνουν τα Νόμπελ Λογοτεχνίας» .
Στοχαστικός παρατηρητής της κοινωνίας, ο Μπελ αρνήθηκε από πολύ νωρίς να αποδεχθεί και να απονείμει τα εύσημα στο γερμανικό οικονομικό θαύμα του μεταπολέμου, στηλιτεύοντας τη γερμανική κοινωνία για την υποκρισία της, δηλώνοντας πως «εκεί ξαφνικά οι πάντες μετατράπηκαν σε δημοκράτες, ενώ μερικές μέρες νωρίτερα δήλωναν ανοιχτά ναζιστές!» .
Παρά τις κακόβουλες φωνές, η επιτροπή Νόμπελ, το 1972, του απένειμε το βραβείο για το μυθιστόρημα «Ομαδικό πορτραίτο με μια κυρία», το οποίο χαρακτηρίστηκε από την επιτροπή ως «κορωνίδα της δημιουργίας του»
Στην Ελλάδα θα γίνει, κυρίως, γνωστός για το μυθιστόρημα «Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ», το οποίο λειτουργεί ως προσωπικό του κατηγορώ για τη δημοσιογραφική ηθική και τις αξίες της σύγχρονής του Γερμανίας, ιδωμένα από το πρίσμα μιας νεαρής κοπέλας που κατηγορείται, άδικα, για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση και διαπομπεύεται από τον κίτρινο τύπο, με το μυθιστόρημα να μεταφέρεται με αξιοσημείωτη επιτυχία, στον κινηματογράφο το 1975, σε σκηνοθεσία Φόλκερ Σλέντορφ και Μαργκαρέτε Φον Τρότα.
Το βιβλίο ξεκινά με την εξής χαρακτηριστική φράση: «Οι χαρακτήρες και τα γεγονότα σε αυτήν την ιστορία είναι καθαρά φανταστικά. Εάν η περιγραφή ορισμένων δημοσιογραφικών πρακτικών έχει ομοιότητες με τις πρακτικές του Bild Zeitung, τέτοια ομοιότητα δεν είναι ούτε σκόπιμη, ούτε συμπτωματική, αλλά αναπόφευκτη».
Από το 1971 έως το 1973 διετέλεσε πρόεδρος της PEN International, της Παγκόσμιας Ένωσης Συγγραφέων, ενώ είχε βραβευτεί με πλήθος βραβείων και μεταλλείων για τη συνεισφορά του στα γράμματα αλλά και στη διαρκή προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Ο Χάινριχ Μπελ πέθανε στην Κολωνία στις 16 Ιουλίου 1985, σε ηλικία 67 ετών.
Τιμητικά, προς τη μνήμη του νομπελίστα, έχει συσταθεί ένα Ίδρυμα το οποίο αντιπροσωπεύει το σκεπτικό του ίδιου του συγγραφέα, «την προάσπιση, δηλαδή, της ελευθερίας, το κοινωνικό θάρρος, αλλά και την ανοχή και την εκτίμηση της τέχνης και του πολιτισμού ως ανεξάρτητες σφαίρες σκέψης και πράξης».