Η ρωσική λογοτεχνία μέσα από μαγευτικές χριστουγεννιάτικες ιστορίες σπουδαίων Ρώσων συγγραφέων

Στη ρωσική λογοτεχνία, το θέμα των Χριστουγέννων αρχίζει να αναπτύσσεται στα μισά του 18ου αιώνα με μικρές ανώνυμες, αρχικά, ιστορίες, στις οποίες κυριαρχεί η ιδέα ότι κατά την περίοδο των Χριστουγέννων τα «κακά πνεύματα» γίνονται πιο ενεργά. Σύντομα, όμως, συγγραφείς, εθνογράφοι και λαογράφοι τροποποιούν το περιεχόμενο των ιστοριών, φέρνοντάς το πιο κοντά στο πνεύμα των ημερών.

Μάλιστα, μεγάλοι συγγραφείς άρχισαν να δημιουργούν τα δικά τους χριστουγεννιάτικα λογοτεχνικά στολίδια, όπου κυριαρχούν η περιπέτεια με στοιχεία μυστηρίου, ηθογραφίας, και στοχασμού. Έτσι, αφιερώνονται στον θρίαμβο του ελέους, της συμπόνιας και της αγάπης, κάτι που ήταν σε αρμονία με τη γιορτινή διάθεση των αναγνωστών, παρά το γεγονός ότι οι ιστορίες πολύ συχνά είχαν θλιβερό τέλος.

Νικολάι Γκόγκολ (1809 – 1852), «Παραμονή Χριστουγέννων»

rwsikes_istories_2

Παραμονή Χριστουγέννων, στη μακρινή Ντικάνκα, και ο διάβολος επιχειρεί έναν τελευταίο γύρο θριάμβου, προτού να επιστρέψει στην κόλαση. O ερωτευμένος σιδεράς Βακούλα στην αγωνιώδη προσπάθειά του να κερδίσει την καρδιά της αγαπημένης του πανέμορφης Οξάνα, πολεμά με τους δαίμονες, την κακιά μάγισσα και τον διάβολο, υποχρεώνοντας τον τελευταίο να τον βοηθήσει σ’ αυτήν τη προσπάθεια. Με τη βοήθειά του, φτάνει μέχρι την Αγία Πετρούπολη, στο μυθικό παλάτι της Μεγάλης Αικατερίνης, και, γοητεύοντας την τρομερή τσαρίνα, δέχεται, από τα ίδια της τα χέρια, το δώρο που τη νύχτα των Χριστουγέννων θα χαρίσει στην αγαπημένη του. Τα γοβάκια της τσαρίνας.

Ένα συμβολικό διήγημα, με ζωντανή και ενδιαφέρουσα περιγραφή της ουκρανικής λαϊκής ζωής στο χωριό, το οποίο, το 1961 ο διάσημος Ρώσος σκηνοθέτης Αλεξάντερ Ρόου ανέβασε στο θέατρο, κάνοντάς το πασίγνωστο στη σοβιετική κοινωνία.

Φίοντορ Ντοστογιέφσκι (1821 – 1881), «Χριστούγεννα ενός αγοριού»

rwsikes_istories_3

Κάπου, κάποτε, ακριβώς παραμονές Χριστουγέννων, σε μια τεράστια πόλη με τρομερή παγωνιά, ένα παιδί ξυπνάει μέσα σε ένα υγρό και παγωμένο υπόγειο και, ταλαιπωρημένο και πεινασμένο, αφήνει τη φτωχή περιοχή από την οποία κατάγεται, για να βρει καλύτερη τύχη στη μεγαλούπολη. Εκεί, όλα είναι φωτεινά και θορυβώδη, ωστόσο απουσιάζει το ζεστό καταφύγιο, η θερμή αγκαλιά. Το παιδί βλέπει τα χαρούμενα πρόσωπα, τις λιχουδιές και τα δώρα που ανταλλάσσουν μεταξύ τους μικροί και μεγάλοι, και επιθυμεί και αυτό λίγη από την ευτυχία των άλλων. Γύρω του, όμως, υπάρχει αδιαφορία και επιφυλακτικότητα. Θαυμάζει τις βιτρίνες, ώσπου πλαγιάζει κάπου, για να ξεκουραστεί, και ονειρεύεται το χριστουγεννιάτικο δέντρο του Χριστού, το οποίο είναι ένα δώρο για όλα τα μικρά παιδάκια, που δεν έχουν δικό τους δέντρο.

Μια διαχρονική χριστουγεννιάτικη ιστορία, γεμάτη ανθρωπιά και πόνο, όπου συναντιούνται δυο κόσμοι αντίθετοι. Διαβάζοντάς τη είναι αδύνατο να μη συγκινηθεί κανείς και να μην κλάψει, με τον μικρό ήρωα της ιστορίας να μας θυμίζει όλους εκείνους τους ανθρώπους που υποφέρουν, ενώ οι περισσότεροι από εμάς δεν κάνουμε τίποτα για να απαλύνουμε τον πόνο τους.

Άντον Τσέχωφ (1860 – 1904), «Ο Βάνκας»

rwsikes_istories_4

Ο Βάνκας, ένα ορφανό 9χρονο αγόρι, που δουλεύει σ’ ένα τσαγκαράδικο της Μόσχας, το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, αποφασίζει να γράψει ένα γράμμα στον αγαπημένο του παππού του, ο οποίος ζει στο χωριό. Καθώς το αγόρι γράφει το γράμμα, φέρνει στο μυαλό του τη μορφή του παππού και θυμάται τα ευτυχισμένα Χριστούγεννα που περνούσε όσο ζούσε η μητέρα του, απολαμβάνοντας την αγάπη και τη στοργή όλων. Στο γράμμα του περιγράφει τη δυστυχισμένη και σκληρή ζωή που περνά στο τσαγκαράδικο, καθώς το αφεντικό του και η γυναίκα του και όσοι δουλεύουν εκεί τον βασανίζουν καθημερινά, τον χτυπούν με το παραμικρό και του συμπεριφέρονται πολύ βάναυσα. Δεν αντέχει άλλο αυτή την άθλια ζωή και ζητά από τον παππού του να τον πάρει στο χωριό μαζί του.

Το μήνυμα του συγκινητικού διηγήματος παραμένει μέχρι και σήμερα διαχρονικό, καθώς ο Τσέχωφ αναδεικνύει το ζήτημα της παιδικής εργασίας και το απάνθρωπο πρόσωπο με το οποίο έρχονται αντιμέτωπα χιλιάδες παιδιά, ζώντας σε εξευτελιστικές συνθήκες.

Βάλερι Μπριούσοφ (1873-1924), «Το παιδί και ο τρελός»

rwsikes_istories_5

H μικρή Κάτια φοβόταν πως ο Χριστός θα θυμώσει με τη μητέρα και τον πατέρα της, επειδή δεν πήγαν να Τον προσκυνήσουν, γι’ αυτό και αποφάσισε να πάει μόνη της στη Βηθλεέμ, να προσκυνήσει τον νεογέννητο Χριστό και να ζητήσει συγχώρεση για τους γονείς της. Τη νύχτα των Χριστουγέννων φόρεσε τη γούνα της, το χοντρό καλτσόν, τα μποτίνια και το σκούφο της και βγήκε στο δρόμο, στη φωτεινή και παγωμένη νύχτα. Οι ελάχιστοι περαστικοί διαβάτες, δεν της έδωσαν σημασία, παρά μόνο ένας ψηλός γέρος, με γκρίζα γενειάδα, άσπρο ψηλό σκούφο και μια προβιά για πανωφόρι, σταμάτησε, λέγοντάς της ότι και αυτός εκεί πηγαίνει, τη σήκωσε με τα δυνατά του χέρια, και κρατώντας τη σαν να ήταν πούπουλο, συνέχισε το δρόμο του. Την επομένη, οι γονείς της βρήκαν την Κάτια με τη βοήθεια της αστυνομίας και οι επιτηρητές του φρενοκομείου τον δραπέτη ασθενή τους.

Ένα τρυφερό διήγημα που περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο, γιατί τα Χριστούγεννα είναι πραγματικά μια γιορτή της πίστης των παιδιών στα θαύματα.