
Γιώργος Σεφέρης: «Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται»
- Παναγιώτα Απέργη - 23 Φεβρουαρίου 2024
Με αυτά τα λόγια ο Γιώργος Σεφέρης, ο πρώτος Έλληνας που βραβεύτηκε με Νόμπελ λογοτεχνίας, κατά τη διάρκεια της απονομής του, αξιοποίησε το γεγονός για να απευθύνει ένα οικουμενικό μήνυμα για τις πανανθρώπινες αξίες και την αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας.
Ο Γιώργος Σεφέρης, ψευδώνυμο του Γιώργου Σεφεριάδη, γεννήθηκε στα Βουρλά της Σμύρνης, στις 29 Φεβρουαρίου 1900, αλλά το 1914 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Παρόλα αυτά, η τύχη του «χαμένου παράδεισου» τον σημάδεψε τόσο βαθιά, που το βίώμα της απώλειας του γενέθλιου τόπου του φαινόταν ανάγλυφα τόσο στον ψυχισμό όσο και στο έργο του.

Ο Σεφέρης βάδισε στα χνάρια του διακεκριμένου ακαδημαϊκού Διεθνούς Δικαίου πατέρα του και σπούδασε Νομικά, αν και η αγάπη του για τη λογοτεχνία ήταν εμφανής. Αμέσως μετά τις σπουδές του, ακολούθησε τη διπλωματική καριέρα, ζώντας το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μακριά από την Ελλάδα, ενώ με την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων, το 1941, ακολούθησε - μέχρι το 1944 - την ελληνική κυβέρνηση στην Κρήτη, στη Νότιο Αφρική, στην Αίγυπτο και την Ιταλία.
Σταθμό για τη λογοτεχνική του παρουσία έπαιξαν αναμφίβολα τα λογοτεχνικά ρεύματα και οι εκπρόσωποί τους, που γνώρισε την περίοδο των σπουδών του στο Παρίσι.
Η κορυφαία μορφή της περίφημης γενιάς του ’30 εμφανίστηκε στα ελληνικά Γράμματα, το 1931, με τη συλλογή «Στροφή» και, ένα χρόνο αργότερα, παρουσίασε την επόμενη συλλογή με τον τίτλο «Στέρνα», έργα που διακρίνονται για τους παραδοσιακούς στιχουργικούς τρόπους, την ομοιοκαταληξία και το μέτρο.
Παρά το «παραδοσιακά» στοιχεία τους, αυτές οι δυο ποιητικές συλλογές έφεραν έναν αέρα ανανέωσης στην ελληνική ποίηση, καθώς κανείς μπορεί να εντοπίσει την πυκνότητα και την αμφισημία στους στίχους, στοιχεία πρωτόγνωρα για την ποίηση την εποχής εκείνης, παραπέμποντας στην «καθαρή ποίηση», η οποία αποτελεί προέκταση του συμβολισμού.

Τα επόμενα χρόνια «πέρασε» στον ελεύθερο στίχο, με τη συλλογή «Μυθιστόρημα», ενώ ακολούθησαν οι συλλογές «Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄, Β΄, Γ», το «Τετράδιο Γυμνασμάτων» και πολλές άλλες που εδραίωσαν ένα νέο κεφάλαιο της νεοελληνικής ποιητικής δημιουργίας.
Η γλώσσα του Σεφέρη καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τη σύγχρονη ελληνική ποίηση, συμπυκνώνοντας αυτό που ο ίδιος χαρακτήρισε ως «καημό της ρωμιοσύνης» , φέροντας παράλληλα στοιχεία απαισιοδοξίας και μελαγχολίας, χωρίς, ωστόσο, να απουσιάζουν οι εκλάμψεις αισιοδοξίας και η συσχέτιση του μυθολογικού και ιστορικού παρελθόντος με το παρόν του Ελληνισμού.
Σημείο-σταθμό για τη ζωή του αποτέλεσε η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1963, ενώ είχε προταθεί για το βραβείο άλλες τρεις χρονιές, το 1955, το 1961 και το 1962, χάρη στο «υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες».
Μάλιστα, η βράβευση του Έλληνα ποιητή δεν ήταν εύκολη υπόθεση, καθώς συνυποψήφιοι ήταν και οι Σάμουελ Μπέκετ, Πάμπλο Νερούδα, Γ.Χ. Όντεν, με το γεγονός στην Ελλάδα, παρά τον αρχικό ενθουσιασμό, να μην τυγχάνει ιδιαίτερης σημασίας, με αποτέλεσμα στην υποδοχή του από τη Στοκχόλμη να μην δίνει το «παρών» κανείς από το επίσημο κράτος.

Παράλληλα, ο Σεφέρης προσπάθησε να διατηρήσει μια μετριοπαθή στάση απέναντι στην πολιτική κατάσταση της Ελλάδας, χωρίς, ωστόσο, να σιωπά με την επιβολή της Χούντας, προχωρώντας στην περίφημη δήλωσή του κατά του δικτατορικού καθεστώτος, στο ραδιόφωνο του BBC, στις 28 Μαρτίου του 1969, η οποία οδήγησε στην απώλεια της χρήσης διπλωματικού διαβατηρίου και στην αφαίρεση του τίτλου του πρέσβη επί τιμή.
Ο σπουδαίος ποιητής εισήχθη στον Ευαγγελισμό, στις 22 Ιουλίου 1971, με συμπτώματα έλκους, που τον ταλαιπωρούσε για περίπου δεκαπέντε χρόνια, αφήνοντας δυο μήνες αργότερα, στις 20 Σεπτεμβρίου, την τελευταία του πνοή σε ηλικία 71 ετών.
Δύο μέρες αργότερα, η κηδεία του μετατράπηκε σε μαζική πορεία κατά της Χούντας, με το πλήθος να τραγουδά την «Άρνηση» και το «Πότε θα κάνει ξαστεριά». Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Τύπος της εποχής, η συντριπτική πλειοψηφία αυτών που κατευόδωσαν τονΣεφέρη στο μεγάλο του ταξίδι ήταν νέοι, φοιτητές, αλλά και εργαζόμενοι.

Το έργο του Σεφέρη «έσπασε» αρκετά γρήγορα τα ελληνικά σύνορα και μεταφράστηκε νωρίς σε όλες τις γνωστές γλώσσες του κόσμου, με την κριτική να τον διακρίνει όχι μόνο για την ποίηση και τα πάμπολλα δοκίμιά του, αλλά και για τις εξαιρετικές μεταφράσεις τους (π.χ. Άσμα Ασμάτων, Αποκάλυψη του Ιωάννη και έργα του Τ.Σ. Έλιοτ), οι οποίες διακατέχονται από έναν άκρατο σεβασμό στην αξία της γλώσσας και την αγάπη του σ’ αυτήν.
Το πλούσιο ποιητικό του έργο προσέλκυσε αρκετούς συνθέτες, μεταξύ των οποίων οι: Μίκης Θεοδωράκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Ηλίας Ανδριόπουλος, Δήμος Μούτσης, Αργύρης Μπακιρτζής, Γιώργος Κουρουπός και Τζον Τάβενερ, να το μελοποιήσουν, με τα τραγούδια του να παραμένουν μέχρι και σήμερα διαχρονικά.