Ένα γεύμα την παραμονή των Χριστουγέννων…
- Παναγιώτα Απέργη - 24 Δεκεμβρίου 2021
Ένα μουντό πρωινό χινοπωριάτικης ημέρας, παραμονές των Χριστουγέννων, εδώ και εικοσιπέντε τουλάχιστον χρόνια, ο Ευρυσθένης Τσανάκας, λόγιος και συγγραφέας και άνθρωπος κολασίμων παθών, έπαιρνε τον καφέ του στο υπόστεγο του μικρού καφενείου της Δεξαμενής -στου κυρ Γιάννη. Τον έπινε και εδιάβαζε την εφημερίδα του, επισκοπώντας και από αταβισμόν ζουλαπιού τα περίγυρα, οσμιζόμενος και την ατμόσφαιρα.
Ο Ευρυσθένης Τσανάκας ! Τρομερό πρόσωπο, άνθρωπος πολυφαγάς, καυγατζής, χωρικός, θρασύδειλος, τύραννος και δούλος. Κακολόγος, κακόσουρτος, βραδύς αλλά παρατηρητικός και συγγραφέας με κάποιο ταλέντο.
Είναι πεθαμένος εδώ και είκοσι χρόνια το λιγότερο. Ύστερα από τόσον καιρό, και ο Θεός ακόμα θα τον συγχώρησε. Αλλά δεν πρόκειται περί αυτού. Ο Ευρυσθένης Τσανάκας, λοιπόν, εκείνο το πρωί, έκαμε την τύχη του.
Όπως παραφύλαγε, ανασηκωμένος σε μια στιγμή, συνέλαβε με το μάτι το ξεκομμένο γαλόπουλο που κατέβαινε από το Λυκαβητό σαστισμένο και παραπατώντας.
Εκαθόμουν ακριβώς αντίκρυ του και παρακολουθούσα τη σκηνή. Ο Τσανάκας το ήξερε και με υπόβλεπε. Ήμαστε φίλοι αλλά και εχτροί μαζύ. Μ’ αγαπούσε και δε με υπόφερε. Τον εκαυτηρίαζα εκεί που πονούσε και εφρύαζε. Και το πιο που τον λυσσούσε, ήτανε ο αφελής και παιγνιδιάρικος τρόπος μου.
Το γαλί ως τόσο κατέβαινε• έφτανε τώρα στο διάμεσο των δύο καφενείων, ήσαν τότε δύο τα καφενεία της Δεξαμενής, κι εκεί που κοντοστάθηκε αναποφάσιστο ακόμα, ο Ευρυσθένης Τσανάκας ευρέθηκε στο πλάι του. Είχε πάρει από κάτω ένα ξεροκάλαμο και διαγράφοντας ημικύκλιο, από τη μια μεριά του έκοψε με το σώμα του το δρόμο, ενώ από την άλλη, τάπα, τάπα, με τη βέργα, το ‘φερνε προς το καφενείο. Συγχρόνως με λίγη ψίχα ψωμιού που έτριβε με το άλλο του χέρι, καθησύχαζε το πουλερικό, που αναθαρρεμένο έτσι, παρασύρονταν προς την κατεύθυνση που του έδινε ο Τσανάκας. Ήτανε δε αυτή, μια παράγκα κολλημένη στο καφενείο, και που εφυλάγονταν τα καθίσματα του καλοκαιριού. Εκεί όταν το έφτασε, άνοιξε την πόρτα και αφού έσπρωξε το γαλί με το ξεροκάλαμο μέσα, την έσυρε πάλι προς αυτόν και την έκλεισε.
Εφώναξε τότε τον μικρόν του καφενείου και του είπε, κοιτάζοντας και προς εμένα ύποπτα, αλλά κάπως εξευτελισμένα :
– Άκου, Θανάση, μεσ’ στην αποθήκη είναι ένα γαλόπουλο, αν το ζητήσει κανένας, το δίνεις. Αν όχι, το κρατείς κλεισμένο• το μεσημέρι εγώ θα γυρίσω από δω. Αγόρασέ του και λίγο καλαμπόκι και βάλε του σ’ ένα πιάτο και νερό.
Γυρίζοντας σ’ εμένα, πάμε ; μου λέει, κατεβαίνεις ή θα καθήσεις εδώ;
– Κατεβαίνω, του απάντησα, και σηκώθηκα.
Επήραμε την οδόν Πινδάρου σιωπηλοί για κάμποσα λεπτά και υποβλεπόμενοι. Άξαφνα μου λέει : Ξέρεις τι γένεται αυτό το πουλί με πατάτες στο φούρνο; λουκούμι. Αν δεν το γυρέψουν ως το μεσημέρι, θα το κόψω. Θα πω του Παπαδιαμάντη και του Καρκαβίτσα να το φάμε το βράδυ. Η αφεντιά σου δεν ξέρω τι θα κάμεις. Θα’ρθεις;
– Βρε αδερφέ …
– Να χαθείς, γελοίε, με διέκοψε, και εχωρίσαμε.
Το απόγεμα ήρθε ο Παπαδιαμάντης και με βρήκε.
– Τί θα κάμουμε, μου είπε, το βράδυ θα πάμε;
– Πού;
– Στου κυρ Γιάννη. Ο Τσανάκας, λέει, έχει ένα γαλόπουλο με πατάτες. Εγώ δεν τρώω κρέας σήμερα αλλά αν θέλεις…
- Μα τι έγινε, του είπα, δεν το ζήτησε κανένας;
- Ποιό;
- Το γαλόπουλο. Τι δεν ξέρεις;
- Δεν ξέρω τίποτε.
- Βρε αδερφέ, αυτό το γαλόπουλο ο Τσανάκας το παραπλάνησε το πρωί ξεκομμένο, όπως είπε, από κοπάδι και τo ‘κλεισε στου κυρ Γιάννη και τo ‘κοψε. Θέλεις τώρα να πάμε, δε θέλεις; Η γνώμη μου είναι να φάμε στου Πανταζή (ένα μπακάλικο στην οδό Αναγνωστοπούλου) και να τ’ αφήσουμε αυτά.
- Δίχως άλλο, απάντησε ο Παπαδιαμάντης. Και επρόσθεσε: Αυτό μου ‘λειπε ν’ αρτυθώ τέτοια μέρα σήμερα και με πουλί κλεμμένο. Στου Πανταζή λοιπόν. Ελιές, ταραμά, χαλβά και για σένα κάτι ακόμα θα βρεθεί.
Αυτό και έγινε. Το βράδυ αντάμωσα με τον Παπαδιαμάντη στου Ζαχαράτου και ανεβήκαμε σιγά-σιγά την οδόν Αγχέσμου. Μιλούσαμε για το γαλόπουλο, για την πράξη αυτή του Τσανάκα, μισή κλοπή και μισή εύρημα, κατά τον Παπαδιαμάντη, που δεν τη συγχωρούσε, το περισσότερο λόγω του νηστίσιμου της ημέρας.
- Τέτοια μέρα κρέας, επανελάμβανε, και κλεμμένο…
Εφάγαμε ασκητικά οι δυό μας, χωρίς πολλές κουβέντες και χωρίς θόρυβο και μείναμ’ εκεί ως φτασμένα σχεδόν τα μεσάνυχτα. Εγώ εκάπνιζα, κι εκείνος κουτσόπινε και κάπνιζε. Ήτανε όμως στρυφνός και στα νεύρα του.
- Δεν είναι κρασί αυτό, μου έλεγε, Μιλτιάδη, είναι πετρέλαιο. Μόνον ο Καχρημάνης κι ο Κόπανος, κατά δεύτερο λόγο, επρόσθετε, τι τα θέλεις αυτά… Τους Πανταζήδες…
Το πρωί της άλλης ημέρας, ένα βροχερό και κρύο πρωινό, ελαφροί και σαν φοβισμένοι χτύποι στην πόρτα μου με ξύπνησαν. Θα ήτανε ως 8:30 – 9 η ώρα.
- Ποιός; ρώτησα μισοκοιμισμένος.
- Εγώ, ο Αλέξαντρος.
- Ποιός;
- Ο Παπαδιαμάντης.
- Έφτασα, του αποκρίθηκα, σηκωνόμενος να του ανοίξω.
- Δεν είναι ανάγκη, εμουρμούρισε, ήρθα να σου πώ, για να μην το μάθεις από τους άλλους, πως εγώ ψες το βράδυ που χωρίσαμε, πέρασα από του κυρ Γιάννη.
- Τι;!
- Πέρασ’ απ’ τα παιδιά και κάθισα και λίγο μαζί τους. Ήθελα να ξεπλύνω το στόμα μου από εκείνο το παλιόκρασο του Πανταζή.
- Και να πάρεις και μεζέ, βέβαια, είπα, ανοίγοντας την πόρτα μου.
- Σε ντρέπομαι, μου είπε χαμογελώντας, ενώ μ’ εκοίταζε.
- Δυο πατατούλες, επρόσθεσε.
-Κι από το γαλόπουλο, τίποτε; ρώτησα.
- Μου ‘χαν φυλάξει το μερδικό μου, είπε, και για να μη τους προσβάλω, έφαγα και το συκώτι. Απ’ το άλλο όμως, σου ορκίζομαι, ούτε μπουκιά.
- Και ποιοί ήτανε; ρώτησα, για να τον βγάλω απ’ τη στενοχώρια που έβλεπα να βρίσκεται το περισσότερο, παρά για να μάθω γνωστά πράγματα.
- Ο Τσανάκας, ο Καρκαβίτσας, ο Πασαγιάννης κι ο κυρ Γιάννης της Δεξαμενής.
- Κανένας άλλος;
- Κι … εγώ, είπε, χαμογελώντας, και έφυγε…