Δευτεραγωνίστριες του ελληνικού κινηματογράφου
- Παναγιώτα Απέργη - 24 Ιουνίου 2020
Μαρίκα Νέζερ
Γεννημένη στην Κωνσταντινούπολη, η Μαρίκα Νέζερ έμεινε γνωστή για τους ρόλους της κουτσομπόλας και της προξενήτρας, αν και το βιογραφικό της μετρούσε πολλούς και διαφορετικούς ρόλους.
Η ίδια, πολύ συχνά, έλεγε πως γεννήθηκε στη σκηνή. Τα πρώτα της βήματα τα έκανε με την ετεροθαλή αδελφή της, την Κατίνα, με το δίδυμο να είναι γνωστό ως «τα Νεζεράκια».
Η μεγάλη της αγάπη ήταν το θέατρο όπου διέπρεψε, με την παρουσία της στην επιθεώρηση «η Σμυρνιά» κατά την περίοδο 1934-1935 να παραμένει, μέχρι σήμερα, θρυλική. Εφάμιλλη, ως προς την ποιότητα και την υποκριτική της ικανότητα, ήταν η ενσάρκωση του ομώνυμου ρόλου στην ταινία «Μαντάμ Σουσού» του Δημήτρη Ψαθά.
Το 1948, η επιτυχημένη παράσταση μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, με τον Βασίλη Λογοθετίδη να συμπρωταγωνιστεί μαζί της. Η ταινία, δυστυχώς, δεν ξαναπαίχθηκε, καθώς η μια και μοναδική κόπια της εξαφανίστηκε.
Σταθμοί στην καριέρα της ήταν οι ρόλοι της κυρίας Δέσποινας, στην ταινία «Της Κακομοίρας», όπου ενσαρκώνει την κουτσομπόλα προξενήτρα της γειτονιάς που προσπάθησε να παντρέψει τον μπακάλη κυρ - Παντελή με τη νεαρή Λίτσα, αλλά και η κουτσομπόλα κυρία Σεκέρη στο «Μικροί και μεγάλοι εν δράσει», πλάι στον Λάμπρο Κωνσταντάρα, τον Βασίλη Αυλωνίτη, τη Μαίρη Αρώνη, τον Γιώργο Πάντζα και τον Σταύρο Παράβα.
Η Νέζερ ένιωθε μεγάλη ευθύνη για κάθε εμφάνισή της σε ταινία ή θεατρική παράσταση που εμφανιζόταν, μελετώντας κάθε λεπτομέρεια γύρω από τους ρόλους της. Όταν, μάλιστα, τις έλεγαν πως έκλεψε την παράσταση, η ίδια, για να μην πικράνει τους συναδέλφους της έλεγε: «Καλέ τι είμαι κλέφτρα για να κλέψω την παράσταση;»
Παρά το γεγονός ότι είχε δουλέψει με πολύ κόσμο και είχε διαγράψει μια αρκετά μεγάλη καριέρα, με την ίδια να είναι μια γλυκιά και ευαίσθητη γυναίκα, στην κηδεία της παρευρέθησαν μόνο ελάχιστοι συνάδελφοί της.
Λίλλη Παπαγιάννη
Φινετσάτη, γοητευτική και αριστοκρατική, η Λίλλη Παπαγιάννη ήταν μια ηθοποιός γνωστή για το ταλέντο, την παιδεία και την ποιότητά της.
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε, το 1959, στην ταινία «Νταντά με το ζόρι», δίπλα στον Μίμη Φωτόπουλο και τη Γεωργία Βασιλειάδου, ενώ, στη συνέχεια, έπαιξε σε αρκετές πλάι σε καταξιωμένους συναδέλφους της, όπως: η Τζένη Καρέζη, ο Αλέκος Αλεξανδράκης , η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, η Δέσπω Διαμαντίδου κ.ά..
Για τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Ειρήνης στην ταινία του Τάκη Κανελλόπουλου «Η Εκδρομή» τιμήθηκε με το Βραβείο Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας από τους Έλληνες Κριτικούς στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το 1966.
Μετά το θάνατο του συζύγου και δασκάλου της στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, Ανδρέα Φιλιππίδη, ζούσε απομονωμένη, με μοναδική συντροφιά τη Δέσπω Διαμαντίδου, την πρώτη σύζυγο του Φιλιππίδη, με την οποία τις συνέδεε μια αληθινή φιλία.
Σαπφώ Νοταρά
Η Σαπφώ Νοταρά, ταυτισμένη με τους ρόλους της φωνακλούς, της γκρινιάρας και της αθυρόστομης, υπήρξε μια ηθοποιός, με σπουδαία υποκριτικά προσόντα.
Γεννημένη ως Σαπφώ Χανδάνου, η Νοταρά παρακολούθησε μαθήματα ρυθμικής, κλασσικού χορού και μπαλέτου από μικρή ηλικία, ενώ υπήρξε μια από τις ελάχιστες γυναίκες που είχαν εκείνη την εποχή πανεπιστημιακή μόρφωση, μιας και είχε σπουδάσει στη Βιομηχανική Σχολή.
Πολύ γρήγορα, η Νοταρά ξεχώρισε για την υποκριτική της δεινότητα, με αποτέλεσμα να αποκτήσει μόνιμες συνεργασίες με μεγάλους θιάσους της Αθήνας, ανεβαίνοντας στη σκηνή με πολλά «ιερά τέρατα» της εποχής. Χριστόφορος Νέζερ, Έλλη Λαμπέτη, Δημήτρης Χορν, Αλέξης Δαμιανός και Μίμης Φωτόπουλος ήταν μερικοί από τους θιασάρχες με τους οποίους δούλεψε στο ξεκίνημά της, ενώ στη συνέχεια ανέπτυξε στενή συνεργασία με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, την οποία και αντικαθιστούσε με τη Γεωργία Βασιλειάδου, όταν η Κοτοπούλη ταξίδευε στο εξωτερικό.
Συνολικά, γύρισε τριάντα μία ταινίες, με πιο χαρακτηριστικές τις εμφανίσεις της στη «Χαρτοπαίχτρα», πλάι στη Ρένα Βλαχοπούλου, και στο «Αχ! αυτή η γυναίκα μου», όπου ακούγεται η περίφημη ατάκα «Εδώ μέσα γίνονται Σόδομα και Γόμορρα».
Αν και καταξιωμένη στο είδος της, υπήρξε αρκετά εσωστρεφής και ολιγόλογη για την προσωπική της ζωή. Μόνο όσοι γνώριζαν, ήξεραν τον μοναδικό μεγάλο έρωτά της για έναν νεαρό αντάρτη, μια σχέση η οποία, όμως, τελείωσε, όταν ο νεαρός έφυγε για το βουνό και αργότερα συνελήφθη, με αποτέλεσμα η Νοταρά να χάσει για πάντα τα ίχνη του.
Τα τελευταία χρόνια ζούσε ολομόναχη και χωρίς οικονομικούς πόρους, σ' ένα μικρό διαμέρισμα στην Αθήνα, το οποίο πλήρωνε κάποιος θαυμαστής της. Απεβίωσε στις 13 Ιουνίου του 1985, έπειτα από καρδιακή προσβολή που υπέστη.