«Στων αμαρτωλών τη χώρα, το Μαγιόπουλο χιονίζει»
- Παναγιώτα Απέργη - 3 Μαΐου 2022
Επειδή όμως οι ραγδαίες βροχές του Μαΐου προκαλούν ζημιές στις καλλιέργειες, ο λαός μας λέει πολλές παροιμίες:
«Κρίμα στα δευτεριάτικα, που ’δίναν οι γονιοί σου, για να σε μάθουν γράμματα και συ ‘βγες πού τον νου σου»
Η φράση λέγεται για να δηλώσει τη μάταιη δαπάνη για τα δίδακτρα των μαθητών.
Η Δευτέρα ήταν μια μέρα που σε πολλά μέρη του ελλαδικού χώρου συνήθιζαν να στέλνουν με τους μαθητές τον μισθό του δασκάλου.
Στα βυζαντινά αλλά και τα μετά την Άλωση χρόνια, επειδή ο μισθός των δασκάλων ήταν εξαιρετικά μικρός, πολλές φορές αυτοί τον συμπλήρωναν με ορισμένα τυχερά, λίγα κέρματα ή ψωμί ή αυγά, σαν ανταμοιβή από τους γονείς για όσα έμαθε ο μαθητής όλη την εβδομάδα. Υπήρχαν όμως και οι αμελείς μαθητές για τους οποίους μάταια οι γονείς πλήρωναν τα δίδακτρα, τα «δευτεριάτικα».
«Δούλεψε Μποτσαράκος»
Η φράση λεγόταν για να κοροϊδέψουν τους κομψευόμενους μεσήλικες Αθηναίους, των αρχών του 20ου αιώνα, με τα κατάμαυρα μαλλιά.
Οι ιστορίες για το βάψιμο των ανδρικών μαλλιών ξεκινούν από την εποχή του Όθωνα, ωστόσο αυτός που καθιέρωσε τη βαφή τους ήταν ένας πανέξυπνος επιχειρηματίας, ο Δ. Μποτσαράκος, στην Αθήνα, όπου από το 1890 λειτουργούσε στη Στοά Αρσακείου, επί της οδού Σταδίου, το κομμωτήριό του.
Όπως διαφήμιζε σε επιγραφή έξω από το κατάστημά του, χρησιμοποιούσε «την πρώτη εγκριθείσα υπό του Βασιλικού Ιατροσυνεδρίου Βαφή Τριχών Δ. Μποτσαράκου» και το σύστημά του ήταν το τελειότερο για το βάψιμο των μαλλιών, του μουστακιού και των γενιών, με εγγυημένη τη διάρκεια 40 ημερών για τους άντρες και δύο μηνών τις γυναίκες.
Μάλιστα ο ευφυής κομμωτής δημοσίευσε στον αθηναϊκό Τύπο και το ποίημα Το μπόλι της νεότητος διαφημίζοντας το προϊόν του:
είνε στην Αθήνα πρώτη,
και χαρίζει νέα κάλλη
και την περασμένη νειότη·
κι’ αν βαφή μ’ αυτήν ακόμα
γέρως χρόνων εκατό
γίνεται πάλι λεβέντης,
παλληκάρι ζηλευτό.
Με πεντέμιση δραχμούλες
ν’ αγοράζης το κουτί
και μαζή μ’ αυτό τα κάλλη είνε,
φίλοι, κάτι τι.
Εις του Μποτσαράκου όλες
και ανεξαιρέτως όλοι,
για να πάρετε της νειότης
το περίφημο το μπόλι,
που σαν βάλτε στα μαλλιά σας
απ’ αυτό μία φορά,
θα φωνάξετε: Τι θαύμα!
με ανέκφραστη χαρά».
Γρήγορα, ο Μποτσαράκος και οι βαφές, που ο απλός κόσμος της πρωτεύουσας τις έλεγε χλευαστικά «καραμπογιά» (μαύρη μπογιά), δέχθηκαν την οργή των γιατρών, οι οποίοι έλεγαν ότι προκαλούσαν επιδερμικές νόσους, και των κουρέων, που χρησιμοποιώντας τες παρουσίαζαν δερματικές παθήσεις.
«Θυμιάμασι αλλοτρίοις» - «Με ξένα κόλλυβα»
Είναι δυο φράσεις, από δυο διαφορετικές χρονικές περιόδους, που λέγονται όμως για τον ίδιο λόγο, όταν δηλαδή θέλουμε να στηλιτεύσουμε αυτούς που επιζητούν την επιδοκιμασία προσφέροντας πράγματα που ανήκουν σε άλλους. Η νεοελληνική φράση έχει τη ρίζα της στην αρχαιοελληνική.
Το 87/86π.Χ., μετά την κατάληψη και καταστροφή της Αθήνας, ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας, αφού αφαίρεσε από τους Μινύες του Ορχομενού ένα άγαλμα του Διονύσου, έργο του γλύπτη Μύρωνα, το αφιέρωσε, στη συνέχεια, στις Μούσες του Ελικώνα.
Ο Παυσανίας (Ελλάδος Περιήγησις, Βοιωτικά, 9.30.1) με αφορμή αυτή την πράξη αναφέρει:
«…τοῦτό ἐστι τὸ ὑπὸ Ἑλλήνων λεγόμενον θυμιάμασιν ἀλλοτρίοις τὸ θεῖον σέβεσθαι»[= αυτό είναι το λεγόμενο από τους Έλληνες , με ξένα θυμιάματα να λατρεύει κανείς τον θεό].
«Τρώει ή ξύνει τα νύχια του για καυγά»
Είναι έκφραση που προέρχεται από τα ρωμαϊκά χρόνια και λέγεται για εκείνον που ετοιμάζεται να τσακωθεί ή προκαλεί φασαρία.
Η πάλη είναι από τα αρχαιότερα ατομικά αθλήματα και πολύ αγαπητό στους λαούς της αρχαιότητας από την Ελλάδα και την Αίγυπτο μέχρι την Μεσοποταμία και την Ινδία. Ο Πλάτων την χαρακτήριζε ως «τεχνικότατον και πανουργότατον τῶν ἀθλημάτων». Οι Ρωμαίοι με την κατάκτηση της Ελλάδας ασπάστηκαν και τον πολιτισμό της και αναπόφευκτα η πάλη έγινε από τα αγαπημένα τους θεάματα. Με τη διάδοση του χριστιανισμού και την κατάργηση των Ολυμπιακών Αγώνων, τον 4ο αιώνα μ.Χ., η πάλη έχασε την αίγλη της.
Ωστόσο εξακολούθησε να είναι το πιο δημοφιλές λαϊκό άθλημα στο Βυζάντιο και χρησιμοποιούνταν για την προετοιμασία των ακριτών. Ως είδος άθλησης και ως πολεμική τέχνη συνεχίστηκε να υπάρχει και μετά τη πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, το 1453, όπως φαίνετε στα βιβλία μάχης του μεσαίωνα και της αναγέννησης, όπου αναφέρονται οι παρόμοιες τεχνικές που χρησιμοποιούσαν οι Ιταλοί και οι Γερμανοί μαχητές στις σχολές τους.
Στην ελεύθερη πάλη, λοιπόν, ένα από τα πιο αγαπημένα θεάματα των Ρωμαίων και των Βυζαντινών, οι περισσότεροι αθλητές ήταν σκλάβοι, που έβγαιναν στην αρένα με την ελπίδα να νικήσουν και να ελευθερωθούν. Στο αγώνισμα επιτρέπονταν τα πάντα: κλωτσιές, γροθιές, κεφαλιές, ακόμη και στραγγαλισμό, με μόνη απαγόρευση τις γρατζουνιές με τα νύχια.
Ο παλαιστής έπρεπε να νικήσει τον αντίπαλο χωρίς να προξενήσει την παραμικρή αμυχή με τα νύχια, κάτι πολύ δύσκολο, αν λάβουμε υπόψη ότι η ζωή και οι χειρωνακτικές εργασίες των σκλάβων δυσκόλευαν την κατάσταση, αφού τα χέρια τους ήταν σκληρά και άγρια από τις βαριές δουλειές που έκαναν και τα νύχια τους μεγάλα και αιχμηρά.
Έτσι, πριν να αρχίσει ο αγώνας οι σκλάβοι έκοβαν με τα δόντια τα νύχια τους ή τα λείαιναν σε τραχιές επιφάνειες .