Θεόφιλος: «Η ιστορία είναι άνεμος που την καταλαβαίνεις, όταν την ανασαίνεις»
- Παναγιώτα Απέργη - 29 Μαρτίου 2022
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, κατά κόσμον Κεφαλάς, γεννήθηκε, το 1873, στη Βαρειά της Μυτιλήνης και από πολύ μικρή ηλικία ήρθε σε επαφή με τις τέχνες, και, συγκεκριμένα, με την αγιογραφία, μέσω του παππού του, που τον μύησε στον κόσμο των αγίων, των ηρώων του 1821 και του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
«Δεν ξέρω την ιστορία όπως οι δάσκαλοι από τα βιβλία. Την ξέρω όπως την λέει ο τόπος και τα τραγούδια του. Η ιστορία είναι άνεμος που την καταλαβαίνεις όταν την ανασαίνεις» , έλεγε ο Θεόφιλος και, παραδομένος στα όνειρά του, αδιαφορούσε για τους χλευασμούς που τον συνόδευαν από την παιδική ακόμη ηλικία, εξ αιτίας του ότι ήταν αριστερόχειρας, τραυλός και με ιδιάζουσα σωματική διάπλαση.
Σε ηλικία 15 ετών, o Θεόφιλος πήγε στη Σμύρνη, όπου και μαθήτευσε στην παραδοσιακή ζωγραφική. Στη συνέχεια περιπλανήθηκε στο Βόλο και στο Πήλιο όπου εγκαινίασε την πρώτη περίοδο της ζωγραφικής του δραστηριότητας, ενώ συνήθιζε να τριγυρίζει πεζός στα χωριά και να ζωγραφίζει σε σπίτια και μαγαζιά για ένα πιάτο φαΐ, ένα ποτήρι κρασί ή μερικά νομίσματα. Τα πινέλα που χρησιμοποιούσε τα έφτιαχνε μόνος του από τρίχες αλόγου, όπως επίσης και τα χρώματα από φυτικές ουσίες που έβρισκε άφθονες στη φύση.
Επιστρέφοντας στη γενέτειρά του, τη Μυτιλήνη, παρά τις κοροϊδίες και τα πειράγματα του κόσμου, συνέχισε να ζωγραφίζει τοιχογραφίες σε χωριά, έναντι ευτελούς αμοιβής. Στο τέλος της ζωής του, έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι με ένα στρώμα στο πάτωμα, ένα ντουλάπι, δυο κασέλες, μια μικρή αυλή, που φύτευε τα λαχανικά του και δυο αμυγδαλιές. Πέθανε στις 24 Μαρτίου του 1934 πιθανότατα από τροφική δηλητηρίαση.
Την άνοιξη του 1935, οι ποιητές Οδυσσέας Ελύτης και Ανδρέας Εμπειρίκος πήγαν στη Λέσβο, με «βαθύτερη αιτία», όπως έγραψε ο Ελύτης, «να βαδίσουμε πάνω στα ίχνη που δεν μπορεί παρά να είχε αφήσει, πεθαίνοντας εκεί ένα χρόνο πριν, ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος».
Ο Θεόφιλος δημιούργησε έναν πολύχρωμο κόσμο βασισμένο στις αισθητικές αξίες της παραδοσιακής μεταβυζαντινής τεχνικής, της μυθολογίας, της ελληνικής ιστορίας, της τοπιογραφίας και της αγιογραφίας, με τις συνθέσεις του να είναι ελεύθερες αναπαραγωγές λαϊκών τυπωμάτων πλατιάς κυκλοφορίας.
Ο θαυμασμός του για την Ελληνική Επανάσταση εκφράστηκε, μέσα από τα έργα που ζωγράφισε με θέματα πρόσωπα και γεγονότα από τον Αγώνα, αλλά και με τον τρόπο ζωής που υιοθέτησε, καθιερώνοντας τη φουστανέλα ως ένδυμά του. Ο ήρωας που θαύμαζε περισσότερο ήταν ο Αθανάσιος Διάκος, με την απεικόνιση της μορφής του να είναι συχνή, ενώ στην εικονογραφία του περιλαμβάνονταν συχνά ο Κατσαντώνης, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο χορός του Ζαλόγγου, το στρατόπεδο του Κολοκοτρώνη, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Ρήγας Φεραίος, ο Αδαμάντιος Κοραής κ.ά..
Καταλυτική για την αναγνώριση και την προώθησή του υπήρξε η γνωριμία του με τον Στρατή Ελευθεριάδη, κριτικό τέχνης, εκδότη ξεχωριστών βιβλίων τέχνης και διάσημη μορφή στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού. «Όταν ο Θεόφιλος ζωγραφίζει ήρωες του ’21, οι φουστανέλες γίνονται λουλούδια στους αγρούς», έλεγε για τον Έλληνα λαϊκό ζωγράφο ο Στρατής Ελευθεριάδης.
Τον Ιούνιο του 1961, όταν εγκαινιάστηκε η μεγάλη έκθεση με έργα του Θεόφιλου στο Μουσείο του Λούβρου ήταν ο απόλυτος θρίαμβος για τον ζωγράφο, με το κοσμοπολίτικο Παρίσι να υποδέχεται τα απλά και γεμάτα φως έργα του. Δυστυχώς, όμως, ο Θεόφιλος δεν έζησε αρκετά για να χαρεί την αναγνώρισή του, όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο Κώστας Ουράνης: «Ο Θεόφιλος δεν είναι πια σήμερα στη ζωή για να χαρεί την άξαφνη αυτή δόξα ή για να εκπλαγεί από αυτήν».
Σήμερα, από τη μεγάλη ζωγραφική παραγωγή του Θεόφιλου στη περιοχή της Μαγνησίας, ένα πολύ μικρό μέρος σώζεται στη θέση του, αφού τα περισσότερα έργα του έχουν καταστραφεί από τους σεισμούς του 1955, ενώ άλλα καταστράφηκαν από άγνοια των ιδιοκτητών τους και άλλα απομακρύνθηκαν από την περιοχή. Καλύτερη τύχη είχαν οι τοιχογραφίες των παλιών σπιτιών στο Πήλιο, που σήμερα βρίσκονται στο Μουσείο «Κίτσου Μακρή» και διέσωσε προσωπικά ο ίδιος ο Μακρής΄, με πολλή αγωνία και κόπο, μαζί με τον σοβά που είχαν οι τοίχοι τους. Ακόμη, στη Βαρειά όπου γεννήθηκε ο σπουδαίος ζωγράφος υπάρχει το «Μουσείο Θεόφιλου» με πίνακες του.