Πωλ Γκωγκέν: Η ιδιόρρυθμη προσωπικότητα με το αδάμαστο ταλέντο

Έχοντας χαρακτηριστεί ένας από τους σημαντικότερους μετα-ιμπρεσιονιστές ζωγράφους του 20ου αιώνα, ο Πωλ Γκωγκέν επηρέασε βαθιά με το έργο του, γεμάτο χρώματα, γεωμετρικά σχέδια και υπερβολικές σωματικές αναλογίες, τα ρεύματα της μοντέρνας τέχνης και, ιδιαίτερα, του φωβισμού, αλλά και διάσημους ζωγράφους, όπως ο Πάμπλο Πικάσο και ο Ανρί Ματίς.

Ο Γιουζέν Αντρί Πωλ Γκωγκέν γεννήθηκε σε μία συνοικία της Μονμάρτης, στο Παρίσι στις 7 Ιουνίου 1848, σε μέση αστική οικογένεια με ισπανο-περουβιανή καταγωγή.

Μεγάλο μέρος των παιδικών του χρόνων το πέρασε στη Λίμα του Περού, καθώς ο πατέρας του, ο οποίος εργαζόταν ως δημοσιογράφος, κατηγορήθηκε ως εχθρός του Ναπολέοντα Γ΄και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει με την οικογένεια του τη Γαλλία. Δυστυχώς, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους ο πατέρας του πέθανε.

 barx_2

Έξι χρόνια αργότερα, επέστρεψαν στο Παρίσι, αλλά η διαμονή του στη Λατινική Αμερική τον έκανε να αγαπήσει τα εξωτικά ταξίδια, γι’ αυτό στα 17 του έφυγε στα καράβια σαν ναύτης και ταξίδεψε όλο τον κόσμο. Όταν επέστρεψε στη Γαλλία, κατατάχθηκε στον στρατό και στη συνέχεια εργάστηκε με μεγάλη επιτυχία σαν χρηματιστής, ενώ άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική.

Καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία του στον χώρο της Τέχνης ήταν η συνάντησή του, το 1874, με το ζωγράφο Καμίλ Πισαρό, ο οποίος ουσιαστικά τον μύησε στον ιμπρεσιονισμό, ένα από τα μεγαλύτερα καλλιτεχνικά ρεύματα του τέλους του 19ου αιώνα με σημαντικούς εκπροσώπους, όπως οι: Μονέ, Μανέ, Ρενουάρ, Σισλέ, Ντεγκά, Σεζάν. Από αυτή τη στιγμή και μετά, ο Γκωγκέν εγκατέλειψε τη δουλειά του και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη μεγάλη του αγάπη, τη ζωγραφική.

 barx_2

Οι πρώτες προσπάθειές του ήταν αδέξιες, αλλά σιγά σιγά σημείωσε αξιοσημείωτη πρόοδο, με την οικονομική του κατάσταση, ωστόσο, να είναι άθλια, αφού οι πίνακες του δεν αγοράζοντας. Σύντομα, αναγκάστηκε να μετακομίσει με την οικογένειά του στην Κοπεγχάγη, τόπο καταγωγής της συζύγου του, όπου προσπάθησε να ακολουθήσει, ανεπιτυχώς, επαγγελματική σταδιοδρομία στις επιχειρήσεις. Τελικά, το 1885, επέστρεψε στο Παρίσι, αφήνοντας την οικογένειά του στη Δανία, αποφασισμένος να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη ζωγραφική.

Για πολλά χρόνια, παρέμεινε σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές καλλιτέχνες, συμμετέχοντας με έργα του στις εκθέσεις τους. Από το 1891, και έχοντας ζήσει αρκετό καιρό στην περιοχή της Βρετάνης όπου κινούνταν πειραματικοί ζωγράφοι, άρχισε να μεταβάλει το ύφος της ζωγραφικής του, χρησιμοποιώντας μεγάλες επιφάνειες και έντονα χρώματα.

 barx_2

Τελικά, απογοητευμένος από τον ιμπρεσιονισμό, στράφηκε περισσότερο στην αφρικανική και ασιατική τέχνη και, το 1888, ήρθε σε επαφή με το έργο του Βίνσεντ Βαν Γκογκ, με τον οποίον συνδέθηκε φιλικά μαζί του, αναγνωρίζοντας τους πίνακές του ως ιδιαίτερα σημαντικούς.

Όμως, η κατάθλιψη από την οποία έπασχαν και οι δύο τούς οδήγησε σε έντονη διαμάχη και η συγκατοίκησή τους έληξε άδοξα μετά από δύο μήνες, καθώς ύστερα από λογομαχία ο Βαν Γκόγκ έκοψε μέρος του αριστερού αυτιού του και απείλησε να σκοτώσει τον Γκωγκέν.

 barx_2

Το 1891 η καριέρα του Γκωγκέν βρισκόταν στο ναδίρ της, με τους περισσότερους εμπόρους να έχουν απορρίψει τους πίνακές του και τον ίδιο να ζητά χρήματα από φίλους, για να ζήσει.

Έτσι, αποφάσισε να εγκαταλείψει την Ευρώπη και βρήκε καταφύγιο στην Ταϊτή, όπου, ενθουσιάστηκε από τον πολιτισμό των ιθαγενών, πιστευόντας ότι στην Πολυνησία θα έβρισκε την πνευματική καθαρότητα και καλλιτεχνική αναγέννηση που αναζητούσε.

Στη νέα φάση της καλλιτεχνικής του πορείας, άρχισε να απεικονίζει την απλή ζωή των Μαορί και τον εξωτισμό της Ταϊτής, και, παράλληλα βαθιά επηρεασμένος από την ασιατική και αφρικανική τέχνη, ζωγράφιζε κυρίως γυμνές νεαρές κοπέλες, με αρκετές από τις οποίες είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις. Μάλιστα, μια από αυτές, ηλικίας 13 ετών, την παντρεύτηκε.

Τον Ιούνιο του 1895 επέστρεψε προσωρινά στη Γαλλία, προσπαθώντας να πουλήσει ορισμένους πίνακες. Παρά τις προσπάθειές του δεν τα κατάφερε και πάλι, και απογοητευμένος για μια ακόμα φορά, επέστρεψε στις νήσους Μαρκέζας όπου προσβεβλημένος από σύφιλη, έζησε μόνος μέχρι τον θάνατό του, στις 8 Μαΐου 1903.