Το «Μπλόκο της Κοκκινιάς»: 77 χρόνια από τα τραγικά γεγονότα
- Παναγιώτα Απέργη - 17 Αυγούστου 2021
Πριν ξημερώσει η 17η Αυγούστου 1944, οι Γερμανοί και οι Έλληνες συνεργάτες τους απέκλεισαν τη Νίκαια, τη συνοικία του Πειραιά που, από την πρώτη στιγμή, οι κάτοικοι της περιοχής, πρόσφυγες που ανήκαν στην εργατική τάξη, είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Αντίσταση. Άλλωστε, το Ε.Α.Μ. Κοκκινιάς ήταν η ισχυρότερη οργάνωση του Πειραιά, και μια από τις δυναμικότερες στην Αθήνα, με την Επιτροπή Αλληλεγγύης του Ε.Α.Μ. να έχει δημιουργήσει ένα συγκροτημένο δίκτυο πολιτιστικών εκδηλώσεων και τροφοδοσίας των κατοίκων. Οι δράσεις αυτές προκάλεσαν από την αρχή την οργή των Γερμανών και των δοσίλογων, που προέβαιναν σε επανειλημμένες επιθέσεις στην περιοχή.
Τα κριτήρια επιλογής των συνοικιών στις οποίες γίνονταν τα «Μπλόκα», δεν ήταν περίπλοκα και στόχευαν στη συντριβή κάθε αντιστασιακής δύναμης. Με αυτά τα κριτήρια επιλέχτηκε και η Κοκκινιά, που δοκιμάστηκε από τρία «Μπλόκα»: το πρώτο στις 7 Μαρτίου του 1944, το δεύτερο στις 17 Αυγούστου και το τρίτο στις 24 Σεπτεμβρίου.
Εκείνη τη μαύρη μέρα, σχεδόν 3.000 μηχανοκίνητα και πεζοπόρα γερμανικά τμήματα με τους δοσίλογους συνεργάτες τους, οπλισμένοι με πολυβόλα, όλμους, μυδράλια, ταχυβόλα, αυτόματα, εισέβαλαν στην πόλη την ώρα που οι κάτοικοι κοιμούνταν, κλείνοντας περιμετρικά όλα τα περάσματα που οδηγούσαν προς τον Πειραιά, το Κερατσίνι και το Αιγάλεω.
Επικεφαλής της κτηνωδίας υπήρξε ο συνταγματάρχης Ιωάννης Πλυντζανόπουλος, ενώ οι άνδρες του μάζεψαν όλους τους άνδρες δεκατεσσάρων έως εξήντα ετών, λέγοντας τα εξής: «Προσοχή - Προσοχή! Σας μιλάνε τα Τάγματα Ασφαλείας. Όλοι οι άνδρες από 14 χρονών και πάνω να πάνε στην πλατεία της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Όσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα τουφεκίζονται επί τόπου».
Γερμανικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα...
Η ατμόσφαιρα ήταν τρομακτική, οι κάτοικοι άρχισαν να συγκεντρώνονται υπό τους ήχους πυροβολισμών, εκρήξεων χειροβομβίδων και υπό την απειλή της «επιτόπου επέλασης». Μερικοί Κοκκινιώτες προσπάθησαν να κρυφτούν σε στέγες, καταπακτές, πηγάδια, στα υπόγεια ή όπου αλλού ήταν δυνατό, ενώ άλλοι προσπάθησαν να βρουν κενά στο Μπλόκο και να διαφύγουν στις γύρω συνοικίες. Πολλοί ήταν, όμως, εκείνοι που δεν υπάκουσαν στην εντολή και εκτελέστηκαν επί τόπου στα σπίτια τους.
Στις 9 το πρωί, η πλατεία είχε γεμίσει από κόσμο και, όπως υπολογίζεται, είχαν συγκεντρωθεί περίπου 25.000 άτομα κι ανάμεσά τους πάρα πολλά μέλη του Ε.Α.Μ. και των άλλων αντιστασιακών οργανώσεων, άνδρες και γυναίκες, ενώ, λίγο αργότερα, άρχισαν τα ομαδικά βασανιστήρια, οι ταπεινώσεις και οι εκτελέσεις.
Οι συγκεντρωμένοι είχαν χωριστεί σε πεντάδες με κενά μεταξύ τους, για να μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα οι καταδότες με τις μαύρες κουκούλες και να μην αναγνωρίζονται. Διασχίζοντας το πλήθος, σαν φαρμακερά φίδια, οι Έλληνες δοσίλογοι υποδείκνυαν, ως κομμουνιστή, όποιον ήθελαν στους Γερμανούς με το δάχτυλο τεντωμένο, οδηγώντας δεκάδες συμπολίτες τους στο εκτελεστικό απόσπασμα. Οι εκτελέσεις, κομμουνιστών και μη, γίνονταν στην πλατεία, μπροστά στα μάτια των δικών τους.
Μια από τις πιο ανατριχιαστικές σκηνές υπήρξε η εκτέλεση του λοχαγού του Ε.Λ.Α.Σ. Αποστόλη Χατζηβασιλείου, τον οποίον εντόπισε μέσα στο πλήθος ο γνωστός χαφιές της Κοκκινιάς, Μπατράνης. Ο Μπατράνης φέρεται να χαιρέτησε με ειρωνεία αποκαλώντας τον Χατζηβασιλείου λοχαγό και δίνοντας έτσι το σύνθημα να του επιτεθούν, βγάζοντάς του το μάτι και σχίζοντάς του τα μάγουλα. Ενώ τον έσερναν ανάμεσα στο πλήθος, του ζητούσαν να υποδείξει τους συνεργάτες του, κάτι το οποίο δεν έκανε ούτε αυτός ούτε κανένα από τα 315 θύματα της θηριωδίας του «Μπλόκου της Κοκκινιάς».
Εκτός από τις εκτελέσεις που έλαβαν χώρα στη μάντρα της Κοκκινιάς, εκτελέσεις έγιναν στα Αρμένικα, στο Σχιστό, ενώ πολλοί δολοφονήθηκαν στους δρόμους και στα σπίτια τους. Οκτώ χιλιάδες, μάλιστα, συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου και σε κολαστήρια της Γερμανίας, όπως το Μανχάϊμ, το Νταχάου, το Μπούνχεβαλντ κ.ά., απ’ όπου πολλοί δε γύρισαν ποτέ.
Όταν τελείωσε το φονικό οι Γερμανοί, επέτρεψαν, τάχα, στους δοσίλογους να κλέψουν τα υπάρχοντα των πτωμάτων, αλλά δεν πρόλαβαν να χαρούν την πληρωμή τους, καθώς ένας λοχαγός διέταξε να τους πυροβολήσουν. Ανάμεσα στους νεκρούς χαφιέδες ήταν και Μπατράνης.
Το «Μπλόκο της Κοκκινιάς» στην Τέχνη
Τα δραματικά γεγονότα εκείνου του αυγουστιάτικου πρωινού επηρέασαν καλλιτέχνες, οι οποίοι τα ενέταξαν στην Τέχνη τους. Χαρακτηριστικά είναι, άλλωστε, το παράδειγμα της πληθώρας ζωγράφων – χαρακτών, όπως ο Τάσσος, ο Μιχάλης Νικολινάκος και η Βάσω Κατράκη, που αποτύπωσαν με λάδια, κάρβουνο και άλλα υλικά τον θάνατο και την προδοσία εκείνης της ημέρας.
Τα γεγονότα του «Μπλόκου της Κοκκινιάς» αναπαριστά η κινηματογραφική ταινία με τον τίτλο «Το Μπλόκο», που γυρίστηκε το 1964, από τον Άδωνι Κύρου και προβλήθηκε στους κινηματογράφους το 1965 κόβοντας 165.426 εισιτήρια, με πρωταγωνιστές τους: Κώστα Καζάκο, Μάνο Κατράκη, Αλεξάνδρα Λαδικού, Γιάννη Φέρτη και Ξένια Καλογεροπούλου, ενώ το 1982, o σκηνοθέτης Διονύσης Γρηγοράτος γύρισε, για λογαριασμό της ΕΡΤ, το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ «Το Μπλόκο της Κοκκινιάς».