Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η δημοσιογραφική κάλυψή του
- Παναγιώτα Απέργη - 7 Φεβρουαρίου 2022
Με την πάροδο των χρόνων, το ενδιαφέρον για το τι συνέβαινε στα πεδία των μαχών αυξανόταν ολοένα και περισσότερο, με αποτέλεσμα να είναι επιβεβλημένη η παρουσία ειδικών ανταποκριτών, οι οποίοι επιφορτίζονταν με την πληροφόρηση της κοινής γνώμης, θέτοντας τον εαυτό τους στην υπηρεσία του πολεμικού ρεπορτάζ.
Το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και οι ειρηνευτικές προσπάθειες
Ήδη από το 1904, η Ευρώπη ήταν διαιρεμένη σε δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, την Τριπλή Αντάντ, τον συνασπισμό, δηλαδή, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, και τις Κεντρικές Δυνάμεις, αποτελούμενες από τη Γερμανία, την Αυστροουγγαρία, την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Βουλγαρία.
Ο πόλεμος ξεκίνησε επίσημα την 1η Αυγούστου 1914 και διήρκησε μέχρι τις 11 Νοεμβρίου 1918, με τα αίτια και τις αφορμές να εντοπίζονται στις επεκτατικές βλέψεις και τον ανταγωνισμό των κρατών για κυριαρχία στα Βαλκάνια και, κατ’ επέκταση, στη Μεσόγειο, αλλά και στις οικονομικές συνθήκες της εποχής. Παράλληλα, η δολοφονία του Αρχιδούκα και διαδόχου της Αυστρίας, Φραγκίσκου Φερδινάνδου, πιστεύεται ότι συνέβαλε στην όξυνση των σχέσεων Αυστροουγγαρίας και Σερβίας, με την πρώτη να πυροδοτεί τον πόλεμο, στις 28 Ιουλίου 1914, βομβαρδίζοντας το Βελιγράδι.
Η Ευρώπη, πολύ σύντομα, χωρίστηκε σε Ανατολικό, Δυτικό και Βαλκανικό μέτωπο, με τις Αποικίες να μπαίνουν στον πόλεμο από τον πρώτο χρόνο και πλήθος χωρών να συντάσσονται με την Αντάντ ή τις Κεντρικές Δυνάμεις. Μέχρι το 1918 είχαν εμπλακεί στον «πόλεμο των χαρακωμάτων», αν και ήταν πόλεμος «θαλάσσης και αέρος», χώρες όπως οι: Ιταλία, Πορτογαλία, Ελλάδα, Η.Π.Α., Κίνα, Ιαπωνία, Βέλγιο κ.ά..
Οι ειρηνευτικές προσπάθειες για τη λήξη του πολέμου ξεκίνησαν τον Ιανουάριο του 1918, με το «Διάγγελμα των δεκατεσσάρων σημείων» του προέδρου των ΗΠΑ Woodrow Wilson, το οποίο, βασιζόμενο σε αρχές δικαίου, εισήγαγε, σε διεθνές επίπεδο, νέες αρχές για τη μεταπολεμική ειρήνη, επηρεάζοντας τις αντιμαχόμενες συμμαχίες. Αυτό το διάγγελμα, ουσιαστικά, υπήρξε η βάση των όρων της γερμανικής παράδοσης στη Σύνοδο Ειρήνης του Παρισιού (1919) και τη σταδιακή υπογραφή των συνθηκών ειρήνης στο διάστημα 1919 – 1920.
Οι επιπτώσεις του πολέμου ήταν ολέθριες, με εκατομμύρια νεκρών, τραυματιών, αγνοουμένων και με φοβερή οικονομική καταστροφή. Οι νικητές της Αντάντ αντιμετώπισαν καταστροφή των πλουτοπαραγωγικών πόρων, πτώση του εμπορικού ισοζυγίου και άκρατο διακρατικό ανταγωνισμό, ενώ οι ηττημένοι εξαναγκάστηκαν να υπογράψουν συνθήκες που έκαναν αδύνατη οποιαδήποτε ομαλή οικονομική ανάπτυξη.
Η δημοσιογραφική κάλυψη του πολέμου
Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τύπος βγήκε στο κυνήγι της ενημέρωσης με έντονο ενθουσιασμό, που, ωστόσο, κάμφθηκε γρήγορα, αφού οι ανταποκριτές υποχρεώθηκαν να λειτουργούν ως «πατριωτικοί ανταποκριτές».
Τον Αύγουστο του 1914, οι Βρετανοί εκδότες εφημερίδων πληροφορήθηκαν τη δημιουργία ενός Γραφείου Τύπου, που θα τους τροφοδοτούσε με επίσημα έγγραφα και θα λογόκρινε τις εκθέσεις των ανταποκριτών. Στόχος τόσο της Γαλλίας όσο και της Βρετανίας, στους πρώτους μήνες του πολέμου, ήταν να επιτρέπουν στους απεσταλμένους του Τύπου οποιαδήποτε ανταπόκριση, εκτός από αυτή που θα ανέφερε την ακριβή έκβαση του πολέμου, λόγω της ανησυχίας τους για την πρόσληψη των πολεμικών συγκρούσεων από τους λαούς τους.
Αυτή η τακτική ανάγκαζε τους ανταποκριτές να ζουν με τον φόβο της εκτέλεσης ως κατάσκοποι, σε περίπτωση σύλληψής τους, προσκολλώμενοι στις αντιμαχόμενες πλευρές καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, εξυπηρετώντας, έτσι, την προπαγάνδα της κάθε πλευράς. Το ίδιο ίσχυε και για τους διαπιστευμένους απεσταλμένους στο ανατολικό μέτωπο, όπου τα προνόμια και οι διευκολύνσεις από τα ρωσικά στρατεύματα ήταν ελάχιστες.
Ωστόσο, πολλοί δημοσιογράφοι, όπως οι Arthur Moore και Philip Gibbs, με προσωπικό κίνδυνο, διασχίζοντας τη Γαλλική ύπαιθρο, έστελναν στη Βρετανία τις πληροφορίες τους για όσα συνέβαιναν στα πεδία των μαχών, υποσκάπτοντας την κρατική λογοκρισία και δίνοντας μια εντελώς διαφορετική εικόνα της τροπής που είχαν λάβει οι εχθροπραξίες.
Το κατευθυνόμενο πολεμικό ρεπορτάζ κατοχυρώθηκε τον Μάρτιο του 1915, όταν ο στρατός παρείχε πλήρη διαπίστευση σε πέντε δημοσιογράφους, με τον όρο να σέβονται τους κανόνες, να μην προδώσουν τα στρατιωτικά μυστικά και να συνοδεύονται από μέλη του στρατού, τα οποία, ωστόσο, παρακινούμενα από την απέχθειά τους προς τους ανταποκριτές δυσχέραιναν το έργο των τελευταίων.
Όπως είναι φυσικό, όλες οι αντιμαχόμενες πλευρές, λόγω κρατικών οδηγιών στον Τύπο, προσπαθούσαν με προπαγανδιστικούς μοχλούς να πλήξουν τον αντίπαλο και να ενισχύσουν την κοινή γνώμη, διαδίδοντας συχνά ψευδείς και κατασκευασμένες ειδήσεις, που κατέληγαν συνήθως στο αντίθετο αποτέλεσμα, και δημιουργούσαν έναν ευρύ σκεπτικισμό ως προς τις μεταδιδόμενες ειδήσεις ακόμη και για πραγματικά γεγονότα.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι αμερικάνικες εφημερίδες, στα πρώτα χρόνια του πολέμου, παρέμεναν ουδέτερες, δεδομένης της μη εμπλοκής της χώρας στις εχθροπραξίες, κατάσταση που άλλαξε το 1917, όταν οι Η.Π.Α. συντάχθηκαν με την Αντάντ. Οι Αμερικανοί ανταποκριτές δυσπιστούσαν, ενίοτε, με τις ιστορίες θηριωδιών που κυκλοφορούσαν, καταγγέλλοντας επανειλημμένα πως η προπαγάνδα που τους επιβαλλόταν ζημίωνε την αμερικανική κοινή γνώμη.
Με άλλα λόγια, όλες οι αντιμαχόμενες πλευρές κατάφερναν να επενδύουν το πολεμικό ρεπορτάζ τους με μια διάχυτη υπερβολή για τις στρατιωτικές επιτυχίες, μια διαρκή μείωση των απωλειών και μια απόκοσμη αίσθηση της πραγματικότητας του πόλεμου.