19 Μαΐου 1919: Από την άνοδο των Νεοτούρκων στη γενοκτονία των Ποντίων
- Παναγιώτα Απέργη - 19 Μαΐου 2023
Μετά τη διάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας και για οκτώ ακόμα χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης ένα σημαντικό, εκλεκτό και ξεχωριστό κομμάτι του ελληνισμού, ο Πόντος, παρέμενε ελεύθερο. Το 1461, η άλωση της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς σήμανε την απώλεια της ανεξαρτησίας του, αλλά δεν αλλοίωσε το εθνικό φρόνημα, τη γλώσσα, τη θρησκεία και την ελληνική συνείδηση, η οποία διατηρήθηκε αμείωτη στο πέρασμα των αιώνων, αποτελώντας διαχρονικό «αγκάθι» για την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Οι Έλληνες που παρέμειναν εγκατεστημένοι στην περιοχή, αν και ζούσαν απομονωμένοι από τον εθνικό κορμό και αποτελούσαν μειονότητα, πολύ γρήγορα κυριάρχησαν στην οικονομική ζωή της περιοχής. Η οικονομική τους ανάκαμψη συνδυάστηκε με τη δημογραφική και την πνευματική τους άνοδο, ώστε το 1865 ζούσαν στον Πόντο 265.000 Έλληνες και, στις αρχές του 20ου αιώνα, 700.000.
Παράλληλα, το 1860 υπήρχαν εκατό σχολεία στον Πόντο, το 1919 υπολογίζονται σε 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, αλλά και τυπογραφεία, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό πνευματικό επίπεδο του τόπου και την ιδιαίτερη άνθηση των Τεχνών και των Γραμμάτων.
Το 1908 ήταν μια χρονιά - ορόσημο για τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς εκδηλώθηκε και επικράτησε το κίνημα των Νεότουρκων, που έθεσε στο περιθώριο τον τότε Σουλτάνο. Πολύ σύντομα, οι Νεότουρκοι έδειξαν το σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο, εκπονώντας ένα σχέδιο διωγμού των χριστιανικών πληθυσμών και εκτουρκισμού της χώρας τους, δεδομένου ότι ένα μεγάλο κομμάτι των οικονομικών δραστηριοτήτων του Πόντου ελεγχόταν από τους Έλληνες που ζούσαν εκεί, αλλά και από άλλες μειονότητες.
Οι Νεότουρκοι επιθυμούσαν μια βαθιά μωαμεθανική χώρα, αλλά η παρουσία των Ελλήνων και των Αρμένιων παρεμπόδιζε τις φιλοδοξίες και το σοβινιστικό τους σχέδιο, χαρακτηρίζοντας, μάλιστα, τους λαούς που ζούσαν στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως «βλαβερά χόρτα που πρέπει να ξεριζωθούν».
H απόφαση για εξόντωση των μη τούρκικων εθνοτήτων λήφθηκε το 1911 σε συνέδριο των Νεότουρκων και τέθηκε άμεσα σε εφαρμογή, με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους». Σύντομα, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού εκτοπίστηκε στην ενδοχώρα, μέσω των «ταγμάτων εργασίας», γνωστά ως Αμελέ Ταμπουρού, στα οποία υπηρετούσαν αναγκαστικά όσοι δεν κατατάσσονταν στο στρατό.
Οι συνθήκες, όπου δούλευαν, στα ορυχεία και τα λατομεία ήταν εξοντωτικές, με τους περισσότερους να βρίσκουν τραγικό θάνατο λόγω πείνας, αρρώστιας και κακουχιών.
Βλέποντας τη νωθρότητα του ελληνικού κράτους, που ασχολούνταν με το «Κρητικό Ζήτημα», οι Ελληνοπόντιοι και οι Αρμένιοι, ανέβηκαν στα βουνά για να σωθούν από τις ωμότητες των Νεοτούρκων. Η Γενοκτονία των Αρμενίων, το 1915, ήταν το πρώτο βήμα εξολόθρευσης των αλλόθρησκων, όπως τόνιζαν οι Τούρκοι εθνικιστές του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, με επόμενο στόχο τους Ελληνοπόντιους.
Εκτοπίσεις, βασανιστήρια, φυλακίσεις, εν ψυχρώ εκτελέσεις, πορείες στην έρημο, καταναγκαστικά έργα ήταν μερικές μόνο μέθοδοι εξόντωσης των Αρμενίων και των Ποντίων, με τη διεθνή βιβλιογραφία να είναι γεμάτη από μαρτυρίες της γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού.
Η δεύτερη και πιο βάναυση φάση της Γενοκτονίας των Ποντίων έφτασε στις 19 Μαΐου 1919, όταν ο Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922, περισσότεροι από 350.000 σφαγιάστηκαν ή υπέστησαν άλλες μορφές μαρτυρικού θανάτου. Όσοι κατάφεραν να γλυτώσουν, κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ περίπου 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα, εγκαταλείποντας οριστικά την πατρίδα και τους συγγενείς τους.
Για καθαρά πολιτικούς λόγους και με μεγάλη καθυστέρηση, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα στις 24 Φεβρουαρίου 1994, την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού, ενώ μέχρι σήμερα έγκριτοι ιστορικοί και μέλη της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδος δίνουν μάχη για την αναγνώριση της γενοκτονίας από τη διεθνή κοινότητα.
έκλαψα και πόνεσα,
λύουμαι κι αροθυμώ, ώι ώι, ώι ώι,
ν’ ανασπάλω κι επορώ.