Εμίλ Ζάτοπεκ: Ο άνθρωπος πίσω από τον αθλητή
- Παναγιώτα Απέργη - 18 Σεπτεμβρίου 2022
Ο Ζάτοπεκ γεννήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 1922, στην πόλη Κοπρίβνιτσε της Τσεχοσλοβακίας και, έπειτα από προτροπή του γυμναστή του εργοστασίου κατασκευής υποδημάτων όπου εργαζόταν από τα 16 του χρόνια, ασχολήθηκε για πρώτη φορά με το τρέξιμο, έχοντας ως πρότυπο τον Φιλανδό δρομέα μεσαίων και μεγάλων αποστάσεων, Πάαβο Νούρμι.
Με τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, εντάχθηκε στις τσεχοσλοβάκικες ένοπλες δυνάμεις, γεγονός που του έδωσε την άνεση, ώστε να ασχοληθεί απερίσπαστος με τον αθλητισμό. Σύντομα, άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία του στο παγκόσμιο αθλητικό στερέωμα και, το 1946, σε ένα αγώνα δρόμου στο Βερολίνο, που δικαίωμα συμμετοχής είχαν μόνο αθλητές από τις συμμαχικές δυνάμεις, ο Ζάτοπεκ διήνυσε με ποδήλατο 354 χλμ., για να φθάσει από την Πράγα και να πάρει μέρος.
Στο στάδιο, το κοινό έμεινε έκπληκτο από τον άγνωστο ως τότε αθλητή, που ξεκίνησε με σπριντ την κούρσα και κέρδισε σχετικά εύκολα.
Δυο χρόνια αργότερα, το 1948, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, ο Ζάτοπεκ κατέκτησε χρυσό μετάλλιο στα 10 χλμ., σημειώνοντας ολυμπιακό ρεκόρ και εξασφαλίζοντας το πρώτο χρυσό για την Τσεχοσλοβακία σε Ολυμπιακούς Αγώνες, και ασημένιο στο αγώνισμα των 5 χλμ.. Τα επόμενα χρόνια, ακολούθησαν δύο χρυσά μετάλλια, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ανοιχτού Στίβου του Βελγίου, στα 5 και στα 10 χλμ..
Μετά τα τρία χρυσά μετάλλια στο Ελσίνκι, το 1952, ακολούθησε η κατάκτηση της πρώτης θέσης στα 10 χλμ. και η τρίτη στα 5 χλμ., στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ανοιχτού Στίβου στη Βέρνη, το 1954. Αυτά ήταν και οι δύο τελευταίες του αθλητικές διακρίσεις, αφού στην τελευταία του συμμετοχή σε μεγάλη διοργάνωση, στους Ολυμπιακούς Αγώνες, το 1956, τερμάτισε έκτος στον μαραθώνιο και τον επόμενο χρόνο αποσύρθηκε από την ενεργό δράση.
Ο Ζάτοπεκ κατάφερε να γίνει ένας εκπληκτικός δρομέας, έχοντας σε όλη του την αθλητική καριέρα μόνο ένα προπονητή. Στο ξεκίνημά του, τον συμβούλευε ο γιατρός Γιαν Χάλουζα, αλλά πολύ σύντομα αποφάσισε ο ίδιος για την προετοιμασία του. Μάλιστα, στις προπονήσεις του χρησιμοποιούσε ασυνήθιστες μεθόδους και εφάρμοζε τις δικές του ιδέες, με εναλλασσόμενες ασκήσεις και νέους τρόπους προπόνησης, για να αυξήσει την αντοχή του και να «εξουδετερώνει» τον πόνο.
«Είναι τα όρια του πόνου και της οδύνης που ξεχωρίζουν τους άντρες από τα παιδιά», συνήθιζε να λέει άλλωστε ο ίδιος.
Τρέχοντας με ένα ιδιαίτερο αγωνιστικό στυλ, κουνώντας σε όλη τη διάρκεια της κούρσας το κεφάλι δεξιά και αριστερά, δίνοντας την αίσθηση ότι ήταν εξαντλημένος, κατάφερνε να αφήνει πίσω όλους τους συναθλητές του, σπάζοντας το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Ο ίδιος, με εξαιρετικό χιούμορ, έλεγε για το αγωνιστικό του στυλ: «Δεν είμαι αρκετά ταλαντούχος για να τρέχω και να χαμογελάω ταυτόχρονα».
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ζάτοπεκ μιλούσε επτά γλώσσες και, πολλές φορές, κατά τη διάρκεια των αγώνων μιλούσε με τους συναθλητές του. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια του μαραθωνίου δρόμου, το 1952, πλησίασε τον προπορευόμενο αθλητή Άγγλο Τζιμ Πίτερς και τον ρώτησε αν είναι αρκετά γρήγορος ο ρυθμός. Ο Πίτερς, θέλοντας να τον ξεφορτωθεί και να τον κοροϊδέψει, του απάντησε:
«Δεν είναι αρκετά γρήγορος». Έτσι ο Ζάτοπεκ άνοιξε το ρυθμό του, με αποτέλεσμα να κερδίσει τον αγώνα, ενώ ο Πίτερς δεν κατάφερε να τον ακολουθήσει, τον έπιασαν κράμπες και εγκατέλειψε.
Παράλληλα με τα αθλητικά του επιτεύγματα, επέδειξε πολλές φορές την ηθική του ακεραιότητα, ως δημόσιο πρόσωπο. Με τον τρόπο του, πίεσε το Κομμουνιστικό Κόμμα της χώρας του, ώστε ο συναθλητής του Στάνισλαβ Γιούνγκβιρτ να πάρει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1952, παρόλο που ήταν στη «μαύρη λίστα» για πολιτικούς λόγους.
Το 1954, έγινε ο πρώτος αθλητής που έτρεξε τα 5 χλμ. κάτω από 14 λεπτά και ήταν ο πρώτος που κατόρθωσε να «σπάσει» το όριο των 29 λεπτών στα 10 χλμ., ενώ τρία χρόνια πριν, το 1951, είχε σπάσει το όριο της μιας ώρας για την απόσταση των 20 χλμ..
Αποκορύφωμα υπήρξε η στάση του στο κίνημα της «Άνοιξης της Πράγας», το 1968, το οποίο στήριξε με τις δημόσιες δηλώσεις του, οδηγώντας στην καθαίρεσή του από το πόστο του πρεσβευτή του τσεχοσλοβακικού αθλητισμού στο εξωτερικό. Την ίδια χρονιά, τον έστειλαν να εργαστεί σε κρατικά αγροκτήματα και σε ορυχεία ουρανίου, με αποτέλεσμα να πει ότι «η γη είναι όμορφη όχι μόνο όταν την κοιτάμε από πάνω αλλά και όταν την κοιτάμε από κάτω προς τα πάνω!»
Μετά τη συνεργασία του με τον Οργανισμό Σωματικής και το Εθνικό Ινστιτούτο Αθλητισμού αποκαταστάθηκε εν μέρει και πλήρως με απόφαση του προέδρου Βάτσλαβ Χάβελ, στις 9 Μαρτίου 1990.
Ο Εμίλ Ζάτοπεκ άφησε την τελευταία του πνοή στην Πράγα, σε ηλικία 78 ετών από εγκεφαλικό επεισόδιο, έχοντας αποθεωθεί όχι μόνο ως πρωταθλητής, αλλά και ως άνθρωπος.
Παντρεύτηκε με τη συνομήλικη του ακοντίστρια Ολυμπιονίκη Ντάνα Ίνγκροβα, τη μοναδική γυναίκα που αγάπησε, την οποία γνώρισε το 1948 και της έκανε πρόταση γάμου κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του ίδιου έτους.
Ο Ζάτοπεκ σε όλη του τη ζωή πίστευε στον αγώνα και όχι στα μετάλλια. Γι’ αυτό χάρισε το χρυσό μετάλλιο που κέρδισε στα 10 χλμ., στο Ελσίνκι, στον Αυστραλό Ρον Κλαρκ, ο οποίος – αν και σπουδαίος αθλητής – δεν κατέκτησε ποτέ χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο. Έτσι σε μια επίσκεψή του στο σπίτι των Ζάτοπεκ το 1968, ο Τσεχοσλοβάκος αθλητής που υπήρξε και ίνδαλμά του τού χάρισε το μετάλλιο και ένα σημείωμα που συνόδευε το δώρο: «Όχι για τη φιλία μας, αλλά γιατί το αξίζεις». Ο Κλαρκ αποκάλυψε την ιστορία μετά το θάνατο του αγαπητού του φίλου.
Ο Ζάτοπεκ τιμήθηκε με το βραβείο «Πιέρ ντε Κουμπερτέν», γιατί σε όλη του τη ζωή υπήρξε πρεσβευτής του «fair play», ενώ το 2012 μπήκε στο Hall of Fame της Διεθνούς Αθλητικής Επιτροπής, μαζί με ακόμα έντεκα πολύ μεγάλους αθλητές του στίβου που ξεχώρισαν για την προσφορά τους τα τελευταία 120 χρόνια.