Μια φορά κι έναν καιρό ήταν…ένα επάγγελμα
- Παναγιώτα Απέργη - 19 Σεπτεμβρίου 2021
Ο γαλατάς
Αποτελώντας γνώριμο επάγγελμα ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, ο γαλατάς διαλαλούσε το εμπόρευμά του, το οποίο μετέφερε, αρχικά, μέσα σε μεταλλικά κυλινδρικά δοχεία και το μοίραζε στις γειτονιές, χύμα σε οκάδες ή δράμια. Σταδιακά, και ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 και μετά, η διανομή του γάλακτος εξελίχθηκε, οι μεταλλικές φιάλες αντικαταστάθηκαν από τις γυάλινες και το γάλα, από τη δεκαετία του 1970, σταμάτησε να διανέμεται στις γειτονιές κάθε πρωί εξ αιτίας των νέων αγορανομικών διατάξεων της εποχής.
Ο γανωματής
Επιφορτισμένος με το στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών, ο γανωματής υπήρξε ένα από τα παλαιότερα επαγγέλματα, με τους ιστορικούς να εντοπίζουν γανωματάδες ή καλαϊτζήδες, ήδη, από τα βυζαντινά χρόνια. Κουβαλώντας τα απαραίτητα εργαλεία, ο γανωματής καλούσε τις νοικοκυρές να του φέρουν όσα αντικείμενα χρειάζονταν γάνωμα και αφού έλιωνε τον κασσίτερο, καθάριζε το σκεύος, το επάλειφε με σπίρτο, το έτριβε με τριμμένο κεραμίδι (κουρασάνι) και έριχνε μέσα το χλωριούχο αμμώνιο (νησιαντήρι), για να απλώσει στη συνέχεια τον λιωμένο κασσίτερο (καλάι). Έπειτα από την εμφάνιση των ανοξείδωτων σκευών, το επάγγελμα σταδιακά άρχισε να εξαφανίζεται, παραμένοντας «ενεργό» μόνο σε μερικές επαρχίες, όπου και πάλι προσφέρει στους τεχνίτες υποαπασχόληση.
Ο λούστρος
Με τα παπούτσια να λερώνονται καθημερινά και την αδυναμία των ανθρώπων να διαθέτουν διαρκώς χρήματα, για να αγοράζουν νέα ζευγάρια, το επάγγελμα του λούστρου ήταν ένα από τα πιο ανθηρά. Αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς ήταν το κασελάκι με τις βούρτσες, τα διαφόρων χρωμάτων βερνίκια, αλλά και το χαμηλό σκαμνάκι, στο οποίο καθόταν περιμένοντας τους πελάτες του. Ο πελάτης, όρθιος, άπλωνε το πόδι του πάνω στη μεταλλική θέση της κασέλας και ο λούστρος ξεκινούσε να ξεσκονίζει το παπούτσι, ενώ στη συνέχεια έβαζε τη σχετική αλοιφή, την οποία άπλωνε με τη βούρτσα και, όταν τέλειωνε, με ελαφρύ χτύπημα της βούρτσας στο παπούτσι έδινε το σύνθημα στον πελάτη να αλλάξει πόδι.
Ο πεταλωτής
Τα πέταλα υπήρξαν ανέκαθεν το «παπούτσι» του αλόγου και τοποθετούνταν στις οπλές τους, όχι μόνο για να μη φθαρούν αυτές, αλλά και για να μπορούν τα ζώα να διατηρούν την ευστάθειά τους. Με τις μετακινήσεις ακόμη και στα μέσα του 20ου αιώνα να γίνονται με τη βοήθεια ζώων, ο πεταλωτής, αφού έδενε το ζώο, αφαιρούσε με την τανάλια τα παλιά πέταλα, έκοβε το νύχι που περίσσευε και το καθάριζε. Στη συνέχεια, κάρφωνε τα πέταλα, προσέχοντας να μην πληγώσει το ζώο και τοποθετούσε τα σιδερένια χειροποίητα πέταλα, τα οποία συχνά κατασκεύαζε ο ίδιος.
Ο νερουλάς
Γνωστός κι ως νεροκόπος, ο νερουλάς επιφορτιζόταν με την τροφοδότηση νερού σε σπίτια, πόλεων και χωριών, τα οποία δεν είχαν δική τους προμήθεια, με την αμοιβή του να κοστολογείται με το ποσό της μιας δεκάρας ανά τενεκέ. Τα πρώτα χρόνια, η μεταφορά του νερού γινόταν με τενεκέδες, ενώ στη συνέχεια αυτοί αντικαταστάθηκαν με μεγάλα μπακιρένια γκιούμια και, αργότερα, με ξύλινα βαρέλια των τριάντα οκάδων, τα οποία διέθεταν το καθένα τη δική του κάνουλα. Βέβαια, υπήρχαν και νερουλάδες οι οποίοι πραγματοποιούσαν τις μεταφορές τους με βοϊδάμαξες, μεταφέροντας, έτσι, βαρέλια των εκατό οκάδων.
Ο παγοπώλης
Με το επάγγελμά του να υπάρχει ως τη δεκαετία του 1970, ο παγοπώλης περιφερόταν στις γειτονιές, πουλώντας τον πάγο, μιας και εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ηλεκτρικά ψυγεία, αλλά παγωνιέρες, οι οποίες χρησιμοποιούνταν για τη συντήρηση των τροφίμων. Περιδιαβαίνοντας με το ειδικά διαμορφωμένο κάρο ή το τρίκυκλο, πουλούσε παγοκολόνες, τις οποίες προμηθευόταν από τα παγοποιεία, τροφοδοτώντας όχι μόνο τα σπίτια αλλά και τα διάφορα καταστήματα.
Ο πλανόδιος μικροπωλητής
Ο στραγαλάς, ο καστανάς, ο μανάβης και ο κουλουρτζής είναι μερικές μόνο από τις κατηγορίες των μικροπωλητών, που προσέλκυαν τους περαστικούς με ένα και μόνο κάλεσμα. Οι κάθε λογής μικροπωλητές γυρνούσαν στις πόλεις και τα χωριά, αρχικά, με γαϊδούρια και στη συνέχεια με άμαξες και αμάξια - πολυκαταστήματα, έχοντας μαζί την πραμάτεια τους. Ρούχα, μικροαντικείμενα, λαχανικά, ξηροί καρποί, κουλούρια, κάστανα είναι μερικά μόνο από τα αντικείμενα που μπορούσε κανείς να αγοράσει, όταν ο πραγματευτής σταματούσε έξω από τα σπίτια και διαφήμιζε τα προϊόντα του.
Ο μπακάλης
Πουλώντας κάθε είδους, εδώδιμο και μη, προϊόν ο μπακάλης υπήρξε η ραχοκοκαλιά του λιανεμπόριου, επάγγελμα το οποίο τείνει να διατηρείται μέχρι τις μέρες μας. Τα όσπρια, η ζάχαρη και το ρύζι ήταν χύμα σε τσουβάλια και ο μπακάλης έβαζε την εκάστοτε επιθυμητή ποσότητα σε σακούλες με τη σέσουλα, ενώ τα υγρά εμπορεύματα τα ζύγιζαν με την οκά, με τους πελάτες πολλές φορές να διαμαρτύρονται για περισσότερο ή λιγότερο βάρος από αυτό που ζήτησαν!
Ο παγωτατζής
Με το άσπρο καπελάκι και τη λευκή ποδιά, ο παγωτατζής υπήρξε ένα από τα γραφικότερα επαγγέλματα, που ήταν ιδιαίτερα αγαπητό στα παιδιά. Η εμφάνισή του ξεκινούσε τις μέρες του Πάσχα και παρέμενε «ορατός» μέχρι το φθινόπωρο, οπότε και τον αντικαθιστούσε ο καστανάς, αν και πολλές φορές έκανε ο ίδιος και τα δυο επαγγέλματα. Τα βασικά του εργαλεία ήταν το καροτσάκι με το σκέπαστρο, οι κάδοι με το παγωτό και τα χωνάκια, ενώ οι βασικές, αρχικά, γεύσεις ήταν η σοκολάτα, η βανίλια και η φράουλα. Με τα χρόνια το επάγγελμα εξελίχθηκε και προστέθηκαν συσκευασμένα παγωτά από τις παγωτοβιομηχανίες της εποχής.
Ο τσαγκάρης
Με τη δουλειά του να χαρακτηρίζεται ως πραγματική τέχνη, ο τσαγκάρης της εποχής εκείνης διέφερε κατά πολύ από την εικόνα που έχουμε σήμερα στο νου μας. Τότε όχι μόνο άνοιγε τα στενά παπούτσια με τα καλαπόδια, αλλά, παράλληλα, άλλαζε χρώματα, επιδιόρθωνε τα κατεστραμμένα και κατασκεύαζε εξ ολοκλήρου νέα. Ο χώρος εργασίας του διέθετε βελόνες, σακοράφες, σουβλιά, σφυράκια, λίμες, τανάλιες και καλαπόδια, τακούνια και δέρματα, ενώ στα μεγάλα τσαγκαράδικα, πλάι στον τσαγκάρη υπήρχαν και οι καλφάδες, δηλαδή οι βοηθοί του.
Ο εφημεριδοπώλης
Προμηθευόμενοι από το Πρακτορείο Διανομής Τύπου τα έντυπα, οι εφημεριδοπώλες περιφέρονταν σε όλους τους δρόμους και τα πολυσύχναστα μαγαζιά στις γειτονιές, άλλοτε πεζοί κι άλλοτε με το ποδήλατο, για να πουλήσουν την...πραμάτεια τους. Αρκετοί, βέβαια, προτιμούσαν να εκθέτουν τις εφημερίδες σε πάγκους έναντι αντιτίμου, όπου διαθέτονταν και ορισμένα περιοδικά. Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι εφημεριδοπώλες πουλούσαν τις διάφορες εφημερίδες, όπως τις Σκριπ, Άστυ και Ακρόπολη, ενώ πολλές φορές ενημέρωναν τον κόσμο για μεγάλα γεγονότα, λέγοντας δυνατά τους κεντρικούς τίτλους.